εὐρυόδεια: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evryodeia | |Transliteration C=evryodeia | ||
|Beta Code=eu)ruo/deia | |Beta Code=eu)ruo/deia | ||
|Definition=ἡ, (ὁδός) fem. Adj. used only in gen., < | |Definition=ἡ, ([[ὁδός]]) fem. Adj. used only in gen.,<br><span class="bld">A</span> [[with broad ways]], in Hom. always of the [[earth]] (as [[εὐρύπορος]] of the sea), χθονὸς εὐρυοδείης Il.16.635, Od.3.453, etc.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of Demeter at Scarpheia, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (Derived fr. [[ἕδος]] by ''EM''396.24; cf. [[εὐρυεδής]].) | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (ὁδός) fem. Adj. used only in gen.,
A with broad ways, in Hom. always of the earth (as εὐρύπορος of the sea), χθονὸς εὐρυοδείης Il.16.635, Od.3.453, etc.
II epithet of Demeter at Scarpheia, Hsch. (Derived fr. ἕδος by EM396.24; cf. εὐρυεδής.)
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυόδειᾰ: ἡ (ὁδὸς) θηλ. ἐπίθ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ γεν., ἔχουσα εὐρείας ὁδούς, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς γῆς (ὡς τὸ εὐρύπορος ἐπὶ τῆς θαλάσσης), χθονὸς εὐρυοδείης, ἧς αἱ ὁδοὶ εἶναι εἰς ἅπαντας ἀνοικταί, Ἰλ. Π 635, Ὀδ. Γ. 453, κτλ. Πρβλ. εὐρυάγυια, καὶ Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
(ὁδός): wide-wayed, i. e. ‘wide-wandered,’ epithet of the earth as field of human travel, always χθονὸς εὐρυοδείης.
Greek Monolingual
εὐρυόδεια, ἡ (Α)
1. αυτή που έχει ευρείς, πλατιούς δρόμους («χθονὸς εὐρυοδείης», Όμ. Ιλ.)
2. επίθ. της Δήμητρας στη Σκάρφεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά αποκλειστικά στην ομηρική φρ. από χθονός ευρυοδείης, πάντοτε σε τέλος στίχου, προήλθε δε πιθ. από το ευρύ-οδος, που μαρτυρείται αργότερα και που μετασχηματίστηκε, για μετρικούς λόγους, κατά τα θηλ. σε -εια. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, η λ. πρέπει να διορθωθεί σε ευρυεδείης «αυτός που έχει ευρύ έδος, κάθισμα», λαμβανομένου υπ' όψιν του χωρίου του Σιμωνίδη ευρυεδούς... από χθονός].
Greek Monotonic
εὐρυόδειᾰ: ἡ, (ὁδός), θηλ. επίθ., αυτή που έχει πλατείς, φαρδείς, ανοιχτούς δρόμους, χρησιμ. μόνο σε γεν. θηλ., χθονὸς εὐρυοδείης, σε Όμηρ.
Middle Liddell
εὐρυ-όδεια, ης, ἡ, ὁδός
fem. adj. with broad, open ways, only used in gen. fem., χθονὸς εὐρυοδείης Hom.
Frisk Etymology German
εὐρυόδεια: {heuruódeia}
Grammar: f.
Meaning: mit breiten Wegen, nur in ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης (Hom., immer am Versende);
Etymology: für *εὐρύοδος, metri causa nach den Fem. auf -εια erweitert. — Schulze Q. 487f., dem Bechtel Lex. s. v. zustimmt, will dafür εὐρυεδείης mit weiten Wohnsitzen (ἕδος) lesen mit Berufung auf Simon. 5, 17 εὐρυεδοῦς ... χθονός.
Page 1,592