λιμνήτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=limnitis
|Transliteration C=limnitis
|Beta Code=limnh/ths
|Beta Code=limnh/ths
|Definition=ου, ὁ, fem. λιμν-ῆτις, Dor. λιμν-ᾶτις, ιδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">living in marshes</b>, βδέλλα <span class="bibl">Theoc. 2.56</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> epith. of Artemis at Limnae (v. λιμναῖος <span class="bibl">11</span>), <span class="title">IG</span>5(1).1431.38 (i A.D.), <span class="bibl">Paus.3.23.10</span>, <span class="bibl">4.4.2</span>, al., <span class="bibl">Artem.2.35</span>, Sch.Th.<span class="title">Oxy.</span> 853x14: voc. λιμνᾶτι <span class="title">AP</span>6.280.</span>
|Definition=λιμνήτου, ὁ, fem. [[λιμνῆτις]], Dor. [[λιμνᾶτις]], ιδος,<br><span class="bld">A</span> [[living in marshes]], βδέλλα Theoc. 2.56.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of [[Artemis]] at [[Limnae]] (v. [[λιμναῖος]] ''ΙΙ''), ''IG''5(1).1431.38 (i A.D.), Paus.3.23.10, 4.4.2, al., Artem.2.35, Sch.Th.''Oxy.'' 853x14: voc. λιμνᾶτι ''AP''6.280.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0048.png Seite 48]] ὁ, = [[λιμναῖος]], VLL. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0048.png Seite 48]] ὁ, = [[λιμναῖος]], VLL. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui vit dans les marais]].<br />'''Étymologie:''' [[λίμνη]].
}}
{{ls
|lstext='''λιμνήτης''': -ου, θηλ. -ῆτις, Δωρ. ᾶτις, ιδος, ὁ ζῶν ἐν λίμναις, βδέλλα Θεόκρ. 2. 56· ὄρνιθες Achmes Ὀνειρ. 302· πρβλ. [[λιμναῖος]]. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς προστάτιδος τῶν ἁλιέων, Παυσ. 3. 23, 10, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 2. 34· Λιμνάτι ποιητ. συντετμ. ἀντὶ τοῦ Λιμνάτιδι, Ἀνθ. Π. 6. 280· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 429.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιμνήτης]], ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... [[βδέλλα]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λιμνῆτις</i> ή <i>Λιμνᾱτις</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> ([[πρβλ]]. [[γυμνήτης]], [[σκηνήτης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λιμνήτης:''' -ου, ὁ, θηλ. [[λιμνῆτις]], Δωρ. [[λιμνᾶτις]], <i>-ιδος</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ζει στις λίμνες ή στα έλη, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> επίθ. της Άρτεμης ([[προστάτιδα]] των ψαράδων), δοτ. <i>Λιμνᾶτι</i>, συντετμ. αντί <i>Λιμνάτιδι</i>, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λιμνήτης]], ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[living]] in marshes, Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[epithet]] of [[Artemis]], dat. Λιμνᾶτι shortened for Λιμνάτιδι, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνήτης Medium diacritics: λιμνήτης Low diacritics: λιμνήτης Capitals: ΛΙΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: limnḗtēs Transliteration B: limnētēs Transliteration C: limnitis Beta Code: limnh/ths

English (LSJ)

λιμνήτου, ὁ, fem. λιμνῆτις, Dor. λιμνᾶτις, ιδος,
A living in marshes, βδέλλα Theoc. 2.56.
II epithet of Artemis at Limnae (v. λιμναῖος ΙΙ), IG5(1).1431.38 (i A.D.), Paus.3.23.10, 4.4.2, al., Artem.2.35, Sch.Th.Oxy. 853x14: voc. λιμνᾶτι AP6.280.

German (Pape)

[Seite 48] ὁ, = λιμναῖος, VLL. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui vit dans les marais.
Étymologie: λίμνη.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνήτης: -ου, θηλ. -ῆτις, Δωρ. ᾶτις, ιδος, ὁ ζῶν ἐν λίμναις, βδέλλα Θεόκρ. 2. 56· ὄρνιθες Achmes Ὀνειρ. 302· πρβλ. λιμναῖος. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς προστάτιδος τῶν ἁλιέων, Παυσ. 3. 23, 10, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 2. 34· Λιμνάτι ποιητ. συντετμ. ἀντὶ τοῦ Λιμνάτιδι, Ἀνθ. Π. 6. 280· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 429.

Greek Monolingual

λιμνήτης, ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις
προσωνυμία της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. -ήτης (πρβλ. γυμνήτης, σκηνήτης)].

Greek Monotonic

λιμνήτης: -ου, ὁ, θηλ. λιμνῆτις, Δωρ. λιμνᾶτις, -ιδος,
I. αυτός που ζει στις λίμνες ή στα έλη, σε Θεόκρ.
II. επίθ. της Άρτεμης (προστάτιδα των ψαράδων), δοτ. Λιμνᾶτι, συντετμ. αντί Λιμνάτιδι, σε Ανθ.

Middle Liddell

λιμνήτης, ου, ὁ,
I. living in marshes, Theocr.
II. epithet of Artemis, dat. Λιμνᾶτι shortened for Λιμνάτιδι, Anth.