λεόντειος: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leonteios | |Transliteration C=leonteios | ||
|Beta Code=leo/nteios | |Beta Code=leo/nteios | ||
|Definition=α, ον, also late ος, ον, v. infr. | |Definition=α, ον, also late ος, ον, v. infr. 3,<br><span class="bld">A</span> [[of a lion]], τῆς λ. A.''Fr.''109; δέρμα Theoc. 24.136; στέαρ Gal.13.631,al.<br><span class="bld">2</span> [[lion-like]], δύναμις Epich.[301]; βία ''AP''9.221 (Marc. Arg.).<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἡ λεόντειος πόα</b>, = [[ὀροβάγχη]], ''Gp.''2.42.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, also late ος, ον, v. infr. 3,
A of a lion, τῆς λ. A.Fr.109; δέρμα Theoc. 24.136; στέαρ Gal.13.631,al.
2 lion-like, δύναμις Epich.[301]; βία AP9.221 (Marc. Arg.).
3 ἡ λεόντειος πόα, = ὀροβάγχη, Gp.2.42.3.
German (Pape)
[Seite 28] poet. = Folgdm; δορά Aesch. frg. 96, wie δέρμα Theocr. 24, 34; γένυες, Opp. Cyn. 3, 233; βία, M. Argent. 27 (IX, 221).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de lion.
Étymologie: λέων.
Russian (Dvoretsky)
λεόντειος: львиный (δορά Aesch.; ὄνυχες Plut.; δέρμα Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
λεόντειος: -α, -ον, ὡσαύτως μεταγ. ος, ον, εἰς λέοντα ἀνήκων, τῆς λ. δορᾶς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· δέρμα Θεόκρ. 24. 134. 2) ὡς ὁ τοῦ λέοντος, δύναμις Ἐπίχ. παρὰ Fulgent. Myth. 3. 1. 3) ἡ λεόντειος πόα = ὀροβάγχη, Γεωπ. 2. 42. 3, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM λεόντειος, -εία, -ον, Α θηλ. και -ος)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιοντάρι, λιονταρήσιος («δέρμα λεόντειον», Θεόκρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ' («λεόντειος σχολή»)
2. φρ. α) «λεόντειος εταιρεία» — εταιρεία της οποίας ένας ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στα κέρδη και απαλλάσσονται από τις ζημίες
β) «λεόντειο προσωπείο»
ιατρ. η λεοντίαση
μσν.
φρ. «λεόντειος πόα» — το φυτό οροβάγχη
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λεοντεία
α) λεοντή
β) (εσφ. ανάγν.) αγριότητα, θηριωδία
αρχ.
αυτός που μοιάζει με λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επίθημα -ειος. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. rewotejo].