εὐθεράπευτος: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eftherapeftos | |Transliteration C=eftherapeftos | ||
|Beta Code=eu)qera/peutos | |Beta Code=eu)qera/peutos | ||
|Definition= | |Definition=εὐθεράπευτον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to cure]], Hp. ''Coac.''501 (Comp.), [[Theophrastus]] ''HP''9.16.6, etc.: Comp., Phld. ''D.''1.24.<br><span class="bld">2</span> [[easy to help]] or [[remedy]], D.C.38.24.<br><span class="bld">II</span> [[easily won by kindness]] or [[attention]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.2.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐθεράπευτον,
A easy to cure, Hp. Coac.501 (Comp.), Theophrastus HP9.16.6, etc.: Comp., Phld. D.1.24.
2 easy to help or remedy, D.C.38.24.
II easily won by kindness or attention, X.Cyr.2.2.10.
German (Pape)
[Seite 1068] leicht zu bedienen, zu behandeln, von Pflanzen, Theophr.; leicht zu heilen, id.; dem leicht abzuhelfen ist, Sp., wie D. Cass. 38, 24. – Bei Xen. Cyr. 2, 2, 10, wo folgt ὥστε εἶναι αὐτῶν καὶ μικρῷ ὄψῳ παμπόλλους φίλους ἀνακτήσασθαι, = durch diese leicht zu gewinnen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on gagne aisément par de bons soins.
Étymologie: εὖ, θεραπεύω.
Russian (Dvoretsky)
εὐθεράπευτος: легко привлекаемый на чью-л. сторону, малотребовательный, покладистый (ἄνδρες Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐθεράπευτος: -ον, εὐκόλως θεραπευόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 6, κτλ.· εὐκόλως βοηθούμενος, Δίων. Κ. 38. 24. ΙΙ. ὃν εὐκόλως κτᾶταί τις δι’ εὐμενοῦς τρόπου καὶ περιποιήσεων, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 10.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐθεράπευτος, -ον)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος
αρχ.
1. αυτός που βοηθιέται εύκολα
2. αυτός που διορθώνεται εύκολα
3. αυτός τον οποίο ικανοποιεί κάποιος εύκολα με καλοσύνη και περιποιήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεραπεύω.
Greek Monotonic
εὐθεράπευτος: -ον (θεραπεύω), αυτός που αποκτιέται εύκολα μέσω καλού τρόπου ή περιποίησης, φροντίδων, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὐ-θεράπευτος, ον θεραπεύω
easily won by kindness or attention, Xen.