εὐχαίτης: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efchaitis | |Transliteration C=efchaitis | ||
|Beta Code=eu)xai/ths | |Beta Code=eu)xai/ths | ||
|Definition= | |Definition=εὐχαίτου, ὁ, [[with beautiful hair]], Γανυμήδης Call.''Epigr.''53; [[epithet]] of Hades, ''Ath.Mitt.''24.257 (Thrace); ofhorses, [[with beautiful mane]], Poll. 5.83; of plants, [[with beautiful leaves]], λωτός ''AP''4.1.51 (Mel.); [[κισσός]] ib.9.669 (Marian.): also [[εὔχαιτος]], ον, σώματα Herm. ap. Stob.1.49.60. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[à la belle]] <i>ou</i> épaisse chevelure;<br /><b>2</b> au feuillage | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[à la belle]] <i>ou</i> épaisse chevelure;<br /><b>2</b> [[au feuillage touffu]] ; boisé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χαίτη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐχαίτου, ὁ, with beautiful hair, Γανυμήδης Call.Epigr.53; epithet of Hades, Ath.Mitt.24.257 (Thrace); ofhorses, with beautiful mane, Poll. 5.83; of plants, with beautiful leaves, λωτός AP4.1.51 (Mel.); κισσός ib.9.669 (Marian.): also εὔχαιτος, ον, σώματα Herm. ap. Stob.1.49.60.
German (Pape)
[Seite 1108] ὁ, mit schönem, langem Haare, Ganymedes, Callim. 9, 56; Dionysus, Gaetul. 9 (IX, 409), wie Himer. or. 21, 8 u. Hymn. in Dion. (IX, 524); auch κισσός, Marian. Schol. 3 (IX, 669), schönrankig, wie λωτός, schönlaubig, Mel. 1, 51 (IV, 1).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 à la belle ou épaisse chevelure;
2 au feuillage touffu ; boisé.
Étymologie: εὖ, χαίτη.
Russian (Dvoretsky)
εὐχαίτης: ου adj.
1 с пышными кудрями (Διόνυσος Anth.);
2 с густой листвой (κισσός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐχαίτης: -ου, ὁ ἔχων ὡραίαν κόμην, Καλλ. Ἐπιγράμ. 56· ἔχων ὡραίαν χαίτην, Πολυδ. Ε΄, 83· ἔχων ὡραῖα φύλλα, Ἀνθ. Π. 4. 1, 51., 9. 669.
Greek Monolingual
εὐχαίτης, ὁ (Α)
1. (για άλογα) αυτός που έχει ωραία χαίτη
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία μαλλιά («πρὸς εὐχαίτεω Γανυμήδεος», Καλλ.)
3. ως επίθ. του Διονύσου και του Άδη
4. συνεκδ. (για δένδρα ή φυτά) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα, ο βαθύσκιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαίτη.
Greek Monotonic
εὐχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά· λέγεται για δέντρα, ωραιόφυλλος, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-χαίτης, ου, χαίτη
with beautiful hair: of trees, with beautiful leaves, Anth.