λιμενίτης: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=limenitis | |Transliteration C=limenitis | ||
|Beta Code=limeni/ths | |Beta Code=limeni/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[νῑ], ου, ὁ, voc. [[λιμενῖτα]],<br><span class="bld">A</span> [[god of the harbour]], of Priapus, ''AP''10.1 (Leon.), cf. 10.17 (Antiphil.):—fem. [[λιμενῖτις]], ιδος, of Artemis, ib.6.105 (Apollonid.).<br><span class="bld">2</span> [[λιμενῖται φυλακτῆρες]] = [[custom]]-[[house]] [[officer]]s, Dam.''Isid.''186. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0047.png Seite 47]] ὁ, im Hafen befindlich, am Hafen wohnend, Leon. Tar. 57 (X, 1); Antiphil. (X, 17). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0047.png Seite 47]] ὁ, im Hafen befindlich, am Hafen wohnend, Leon. Tar. 57 (X, 1); Antiphil. (X, 17). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου ; <i>voc.</i> ῖτα;<br /><i>adj. m.</i><br />[[de port]], [[qui réside dans un port]], [[qui veille sur un port]].<br />'''Étymologie:''' [[λιμήν]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐμενίτης:''' дор. λῐμενίτᾱς, ου (νῑ) ὁ [[хранитель порта]] (эпитет Приапа) Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐμενίτης''': [νῑ], ου, ὁ, κλητ. λιμενῖτα, ὁ θεὸς τοῦ λιμένος, ἐπὶ τοῦ Πριάμου, Ἀνθ. Π. 10. 1, πρβλ. 10. 17· θηλ. λιμενῖτις, ιδος, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, 6. 105. | |lstext='''λῐμενίτης''': [νῑ], ου, ὁ, κλητ. λιμενῖτα, ὁ θεὸς τοῦ λιμένος, ἐπὶ τοῦ Πριάμου, Ἀνθ. Π. 10. 1, πρβλ. 10. 17· θηλ. λιμενῖτις, ιδος, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, 6. 105. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''λῐμενίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, κλητ. <i>λιμενῖτα</i>, [[θεός]] του λιμανιού (λέγεται για τον Πρίαμο), σε Ανθ.· θηλ. [[λιμενῖτις]], <i>-ιδος</i> (λέγεται για την Άρτεμη), στον ίδ. | |lsmtext='''λῐμενίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, κλητ. <i>λιμενῖτα</i>, [[θεός]] του λιμανιού (λέγεται για τον Πρίαμο), σε Ανθ.· θηλ. [[λιμενῖτις]], <i>-ιδος</i> (λέγεται για την Άρτεμη), στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=λῐ¯μενίτης, ου, ὁ,<br />god of the [[harbour]], Anth.: fem. [[λιμενῖτις]], ιδος, Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
[νῑ], ου, ὁ, voc. λιμενῖτα,
A god of the harbour, of Priapus, AP10.1 (Leon.), cf. 10.17 (Antiphil.):—fem. λιμενῖτις, ιδος, of Artemis, ib.6.105 (Apollonid.).
2 λιμενῖται φυλακτῆρες = custom-house officers, Dam.Isid.186.
German (Pape)
[Seite 47] ὁ, im Hafen befindlich, am Hafen wohnend, Leon. Tar. 57 (X, 1); Antiphil. (X, 17).
French (Bailly abrégé)
ου ; voc. ῖτα;
adj. m.
de port, qui réside dans un port, qui veille sur un port.
Étymologie: λιμήν.
Russian (Dvoretsky)
λῐμενίτης: дор. λῐμενίτᾱς, ου (νῑ) ὁ хранитель порта (эпитет Приапа) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λῐμενίτης: [νῑ], ου, ὁ, κλητ. λιμενῖτα, ὁ θεὸς τοῦ λιμένος, ἐπὶ τοῦ Πριάμου, Ἀνθ. Π. 10. 1, πρβλ. 10. 17· θηλ. λιμενῖτις, ιδος, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, 6. 105.
Greek Monolingual
λιμενίτης, ὁ (Α) λιμήν
1. (για τον Πρίαπο) ο θεός του λιμανιού
2. υπάλληλος της υπηρεσίας του λιμανιού.
Greek Monotonic
λῐμενίτης: [ῑ], -ου, ὁ, κλητ. λιμενῖτα, θεός του λιμανιού (λέγεται για τον Πρίαμο), σε Ανθ.· θηλ. λιμενῖτις, -ιδος (λέγεται για την Άρτεμη), στον ίδ.
Middle Liddell
λῐ¯μενίτης, ου, ὁ,
god of the harbour, Anth.: fem. λιμενῖτις, ιδος, Anth.