παστοφόριον: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pastoforion
|Transliteration C=pastoforion
|Beta Code=pastofo/rion
|Beta Code=pastofo/rion
|Definition=( παστοφορ-εῖον Phot. . Cyr.), τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">chamber assigned to</b> <b class="b3">παστοφόροι</b>, <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.1</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>119.25</span>, al. (ii B.C.), <span class="title">SIG</span>977a(Delos, ii B.C.), Hsch. ; used of the <b class="b2">priest's chamber</b> in the temple at Jerusalem, <span class="bibl">LXX <span class="title">Je.</span>42(35).4</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.9.12</span> (pl.).</span>
|Definition=([[παστοφορεῖον]] Phot.. Cyr.), τό, [[chamber assigned to]] [[παστοφόροι]], ''PPetr.''2p.1 (iii B.C.), ''UPZ''119.25, al. (ii B.C.), ''SIG''977a(Delos, ii B.C.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; used of the [[priest's chamber]] in the temple at Jerusalem, [[LXX]] ''Je.''42(35).4, J.''BJ''4.9.12 (pl.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0532.png Seite 532]] τό, was vom [[παστοφόρος]] getragen wird, VLL. – Eine Zelle im Tempel, bes. in Jerusalem, [[LXX]] u. Ios.
}}
{{ls
|lstext='''παστοφόριον''': τό, = [[ταμεῖον]], [[σκευοφυλάκιον]], Ἑβδ. (Α΄ Παραλειπ. Θ΄, 26, Α΄ Ἔσδρ. Η΄, 58, Ἡσ. ΚΒ’, 15, κλ.).
}}
{{grml
|mltxt=και παστοφορεῖον, τὸ, ΜΑ [[παστοφόρος]]<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ παστοφόρια</i> ή <i>παστοφορεῖα</i><br />[[πλάγια]] διαμερίσματα τών παλαιοχριστιανικών βασιλικών ή και τών βυζαντινών ναών αργότερα, τα οποία [[κατά]] κανόνα πλαισίωναν την [[αψίδα]] του Ιερού Βήματος και τα οποία χρησίμευαν για τη [[φύλαξη]] τών ιερών σκευών του ναού, τών αμφίων, τών προσφορών, της Θείας Κοινωνίας που προοριζόταν για τους ασθενείς και ετοιμοθάνατους κ.λπ., αλλ. παραβήματα<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αίγυπτο) [[οίκημα]] στο οποίο διέμεναν οι παστοφόροι<br /><b>3.</b> [[θάλαμος]] ιερέα στον ιουδαϊκό ναό της Ιερουσαλήμ.
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παστοφόριον Medium diacritics: παστοφόριον Low diacritics: παστοφόριον Capitals: ΠΑΣΤΟΦΟΡΙΟΝ
Transliteration A: pastophórion Transliteration B: pastophorion Transliteration C: pastoforion Beta Code: pastofo/rion

English (LSJ)

(παστοφορεῖον Phot.. Cyr.), τό, chamber assigned to παστοφόροι, PPetr.2p.1 (iii B.C.), UPZ119.25, al. (ii B.C.), SIG977a(Delos, ii B.C.), Hsch.; used of the priest's chamber in the temple at Jerusalem, LXX Je.42(35).4, J.BJ4.9.12 (pl.).

German (Pape)

[Seite 532] τό, was vom παστοφόρος getragen wird, VLL. – Eine Zelle im Tempel, bes. in Jerusalem, LXX u. Ios.

Greek (Liddell-Scott)

παστοφόριον: τό, = ταμεῖον, σκευοφυλάκιον, Ἑβδ. (Α΄ Παραλειπ. Θ΄, 26, Α΄ Ἔσδρ. Η΄, 58, Ἡσ. ΚΒ’, 15, κλ.).

Greek Monolingual

και παστοφορεῖον, τὸ, ΜΑ παστοφόρος
1. συν. στον πληθ. τὰ παστοφόρια ή παστοφορεῖα
πλάγια διαμερίσματα τών παλαιοχριστιανικών βασιλικών ή και τών βυζαντινών ναών αργότερα, τα οποία κατά κανόνα πλαισίωναν την αψίδα του Ιερού Βήματος και τα οποία χρησίμευαν για τη φύλαξη τών ιερών σκευών του ναού, τών αμφίων, τών προσφορών, της Θείας Κοινωνίας που προοριζόταν για τους ασθενείς και ετοιμοθάνατους κ.λπ., αλλ. παραβήματα
2. (στην αρχ. Αίγυπτο) οίκημα στο οποίο διέμεναν οι παστοφόροι
3. θάλαμος ιερέα στον ιουδαϊκό ναό της Ιερουσαλήμ.