ἐπίκλιντρον: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epiklintron | |Transliteration C=epiklintron | ||
|Beta Code=e)pi/klintron | |Beta Code=e)pi/klintron | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[couch]], [[arm-chair]], Ar.''Ec.''907 (lyr.), ''Fr.''44, ''IG''22.1541.26 (iv B.C.); but, [[straight-backed]] [[chair]], Gal.18(1).344.<br><span class="bld">II</span>. [[back]] of a couch or chair, ''IG''11 (2).144 ''A'' 66, ''B'' 8 (Delos, iv B.C.), ''Gp.''13.14.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0950.png Seite 950]] τό, zum Anlehnen, Boden- od. Rücklehne der Bettstelle, Ar. Eccl. 907; nach Phryn. 130 attisch für ἀνάκλιντρον; vgl. auch Poll. 6, 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0950.png Seite 950]] τό, zum Anlehnen, Boden- od. Rücklehne der Bettstelle, Ar. Eccl. 907; nach Phryn. 130 attisch für ἀνάκλιντρον; vgl. auch Poll. 6, 9. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίκλιντρον:''' τό [[ложе]], [[постель]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίκλιντρον]], τὸ (Α) [[επικλίνω]]<br /><b>1.</b> [[ανάκλιντρο]], [[είδος]] καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί [[κανείς]] να ξαπλώσει<br /><b>2.</b> [[κάθισμα]] με όρθια [[πλάτη]]<br /><b>3.</b> η [[πλάτη]] του καθίσματος, το [[ερεισίνωτο]]. | |mltxt=[[ἐπίκλιντρον]], τὸ (Α) [[επικλίνω]]<br /><b>1.</b> [[ανάκλιντρο]], [[είδος]] καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί [[κανείς]] να ξαπλώσει<br /><b>2.</b> [[κάθισμα]] με όρθια [[πλάτη]]<br /><b>3.</b> η [[πλάτη]] του καθίσματος, το [[ερεισίνωτο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A couch, arm-chair, Ar.Ec.907 (lyr.), Fr.44, IG22.1541.26 (iv B.C.); but, straight-backed chair, Gal.18(1).344.
II. back of a couch or chair, IG11 (2).144 A 66, B 8 (Delos, iv B.C.), Gp.13.14.9.
German (Pape)
[Seite 950] τό, zum Anlehnen, Boden- od. Rücklehne der Bettstelle, Ar. Eccl. 907; nach Phryn. 130 attisch für ἀνάκλιντρον; vgl. auch Poll. 6, 9.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκλιντρον: τό ложе, постель Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκλιντρον: τό, ἀνάκλιντρον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 907, Ἀποσπ. 145· ― «τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον, ἐπίκλιντρον Ἀριστοφάνης ἔφη» Πολυδ. ϛʹ, 9· κατὰ Φρύνιχ. (σ. 130) «ἐπίκλιντρον ῥητέον, οὐκ ἀνάκλιντρον», ἴδε σημ. Λοβεκκίου αὐτόθι σ. 132.
Greek Monolingual
ἐπίκλιντρον, τὸ (Α) επικλίνω
1. ανάκλιντρο, είδος καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί κανείς να ξαπλώσει
2. κάθισμα με όρθια πλάτη
3. η πλάτη του καθίσματος, το ερεισίνωτο.