σφαιρωτήρ: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfairotir | |Transliteration C=sfairotir | ||
|Beta Code=sfairwth/r | |Beta Code=sfairwth/r | ||
|Definition= | |Definition=σφαιρωτῆρος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[thong]], [[latchet]], PLond.2.402v.22(ii B.C.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[σφυρωτήρ]].<br><span class="bld">II</span> a [[ball]] to [[ornament]] [[pillar]]s, [[knop]], [[LXX]] ''Ex.''25.30(31): pl., as heraldic device, ''Tab.Heracl.''1.184. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σφαιρωτήρ''': ὁ, ἱμὰς ἐκ δέρματος, [[λωρίον]], [[ἐπειδὴ]] ἐκόπτετο ἐκ δέρματος κυκλοτερῶς, «τὸ [[λωρίον]] τοῦ ὑποδήματος» (Φωτ.), Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 184, Ἑβδ. (Γεν. ΙΔ΄, 23, ἀλλ’ ἐν τῷ Βατικ. κώδικι σφυρωτῆρος). ΙΙ. [[σφαῖρα]] ὡς [[κόσμημα]] κίονος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 31). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, ΜΑ<br />δερμάτινο [[λουρί]] υποδήματος<br /><b>αρχ.</b><br />σφαιροειδές [[κουμπί]] από χρυσό το οποίο χρησιμοποιούσαν για [[διακόσμηση]] ή ως [[οικόσημο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σφαιρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[γανωτήρ]])]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ῆρος, ὁ, <i>ein lederner [[Riemen]], die [[Schuhe]] zu [[schnüren]], wozu das [[Leder]] [[rund]] im [[Kreise]] [[ausgeschnitten]] sein soll, [[LXX]]</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
σφαιρωτῆρος, ὁ,
A thong, latchet, PLond.2.402v.22(ii B.C.), Hsch.; cf. σφυρωτήρ.
II a ball to ornament pillars, knop, LXX Ex.25.30(31): pl., as heraldic device, Tab.Heracl.1.184.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρωτήρ: ὁ, ἱμὰς ἐκ δέρματος, λωρίον, ἐπειδὴ ἐκόπτετο ἐκ δέρματος κυκλοτερῶς, «τὸ λωρίον τοῦ ὑποδήματος» (Φωτ.), Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 184, Ἑβδ. (Γεν. ΙΔ΄, 23, ἀλλ’ ἐν τῷ Βατικ. κώδικι σφυρωτῆρος). ΙΙ. σφαῖρα ὡς κόσμημα κίονος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 31).
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΜΑ
δερμάτινο λουρί υποδήματος
αρχ.
σφαιροειδές κουμπί από χρυσό το οποίο χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση ή ως οικόσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. γανωτήρ)].
German (Pape)
ῆρος, ὁ, ein lederner Riemen, die Schuhe zu schnüren, wozu das Leder rund im Kreise ausgeschnitten sein soll, LXX.