τεγκτός: Difference between revisions
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tegktos | |Transliteration C=tegktos | ||
|Beta Code=tegkto/s | |Beta Code=tegkto/s | ||
|Definition= | |Definition=τεγκτή, τεγκτόν, ([[τέγγω]])<br><span class="bld">A</span> [[capable of being softened in water]] (opp. metal, which is [[τηκτός|τηκτόν]]), [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''385b13 sq.<br><span class="bld">2</span> τεγκτούς· χρηστούς (leg. [[χριστούς]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1079.png Seite 1079]] adj. verb. von [[τέγγω]], benetzt, befeuchtet, erweicht, Arist. meteor. 4, 9; u. übertr., gerührt, auch = zum Mitleid zu bewegen, Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τεγκτός:''' [adj. verb. к [[τέγγω]] впитывающий влагу ([[ἔριον]] Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τεγκτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[τέγγω]], ὁ δυνάμενος νὰ βραχῇ, ὡς τὸ [[ἔριον]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μέταλλον]] [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τηκτόν, ἀλλ’ οὐχὶ τεγκτόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 2 κἑξ. 2) ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, Λατ. exorabilis· «τεγκτούς· χριστούς» Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τεγκτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[τέγγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μαλακός]], [[υποχωρητικός]], [[ελαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μαλακώνει όταν βραχεί<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τεγκτούς<br />χρηστούς». | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
τεγκτή, τεγκτόν, (τέγγω)
A capable of being softened in water (opp. metal, which is τηκτόν), Arist.Mete.385b13 sq.
2 τεγκτούς· χρηστούς (leg. χριστούς), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1079] adj. verb. von τέγγω, benetzt, befeuchtet, erweicht, Arist. meteor. 4, 9; u. übertr., gerührt, auch = zum Mitleid zu bewegen, Sp.
Russian (Dvoretsky)
τεγκτός: [adj. verb. к τέγγω впитывающий влагу (ἔριον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τεγκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τέγγω, ὁ δυνάμενος νὰ βραχῇ, ὡς τὸ ἔριον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέταλλον ὅπερ εἶναι τηκτόν, ἀλλ’ οὐχὶ τεγκτόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 2 κἑξ. 2) ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, Λατ. exorabilis· «τεγκτούς· χριστούς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τεγκτός, -ή, -όν, ΝΑ τέγγω
νεοελλ.
μτφ. μαλακός, υποχωρητικός, ελαστικός
αρχ.
1. αυτός που μαλακώνει όταν βραχεί
2. (κατά τον Ησύχ.) «τεγκτούς
χρηστούς».