πάρηβος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parivos
|Transliteration C=parivos
|Beta Code=pa/rhbos
|Beta Code=pa/rhbos
|Definition=ον, (ἥβη) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[past one's prime]], APl.4.289. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[past boyhood]], <span class="bibl">Ph.2.59</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[πάρηβον]], [[τό]], an Indian wood said to have magnetic properties, [[peepul]], [[Ficus religiosa]], Ctes. ap. <span class="bibl">Apollon.<span class="title">Mir.</span>17</span>.</span>
|Definition=πάρηβον, ([[ἥβη]])<br><span class="bld">A</span> [[past one's prime]], APl.4.289.<br><span class="bld">2</span> [[past boyhood]], Ph.2.59.<br><span class="bld">II</span> [[πάρηβον]], τό, an Indian wood said to have magnetic properties, [[peepul]], [[Ficus religiosa]], Ctes. ap. Apollon.''Mir.''17.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’est plus dans la fleur de l'âge;<br /><b>2</b> qui est dans la fleur de l'âge.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἥβη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n'est plus dans la fleur de l'âge;<br /><b>2</b> [[qui est dans la fleur de l'âge]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἥβη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πάρηβος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που πέρασε τον καιρό της ήβης, της νιότης και άρχισε να γερνά<br /><b>2.</b> αυτός που πέρασε τον καιρό της [[ακμής]] του και άρχισε να παρακμάζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πάρηβον</i><br />(στους Ινδούς) το [[φυτό]] [[συκή]] η ιερά, για το οποίο πίστευαν ότι είχε μαγνητικές ιδιότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηβος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἥβη</i>), <b>πρβλ.</b> <i>έφ</i>-<i>ηβος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πάρηβος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που πέρασε τον καιρό της ήβης, της νιότης και άρχισε να γερνά<br /><b>2.</b> αυτός που πέρασε τον καιρό της [[ακμής]] του και άρχισε να παρακμάζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πάρηβον</i><br />(στους Ινδούς) το [[φυτό]] [[συκή]] η ιερά, για το οποίο πίστευαν ότι είχε μαγνητικές ιδιότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηβος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἥβη</i>), [[πρβλ]]. [[έφηβος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρηβος Medium diacritics: πάρηβος Low diacritics: πάρηβος Capitals: ΠΑΡΗΒΟΣ
Transliteration A: párēbos Transliteration B: parēbos Transliteration C: parivos Beta Code: pa/rhbos

English (LSJ)

πάρηβον, (ἥβη)
A past one's prime, APl.4.289.
2 past boyhood, Ph.2.59.
II πάρηβον, τό, an Indian wood said to have magnetic properties, peepul, Ficus religiosa, Ctes. ap. Apollon.Mir.17.

German (Pape)

[Seite 520] über die Jugendblüthe, über das kräftigste Mannesalter hinaus, verblüht, πάρηβα Κάδμου χορεύματα, Ep. ad. 353 (Plan. 289).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n'est plus dans la fleur de l'âge;
2 qui est dans la fleur de l'âge.
Étymologie: παρά, ἥβη.

Greek (Liddell-Scott)

πάρηβος: -ον, (ἥβη) ὁ παρελθὼν τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας αὐτοῦ, Ἀνθ. Πλαν. 289· ― ὁ ὑπερβὰς τὴν παιδικὴν ἡλικίαν, ἔφηβος, Φίλων 2. 59.

Greek Monolingual

-η, -ο / πάρηβος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που πέρασε τον καιρό της ήβης, της νιότης και άρχισε να γερνά
2. αυτός που πέρασε τον καιρό της ακμής του και άρχισε να παρακμάζει
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πάρηβον
(στους Ινδούς) το φυτό συκή η ιερά, για το οποίο πίστευαν ότι είχε μαγνητικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ηβος (< ἥβη), πρβλ. έφηβος].

Greek Monotonic

πάρηβος: -ον (ἤβη), αυτός που έχει περάσει τη νεότητά του, ηλικιωμένος, γηραιός, σε Ανθ.

Middle Liddell

πάρ-ηβος, ον, [ἥβη]
past one's prime, Anth.