πολύκλωνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyklonos
|Transliteration C=polyklonos
|Beta Code=polu/klwnos
|Beta Code=polu/klwnos
|Definition=ον, [[with many branches]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.2.6</span> (Comp.), Dsc.3.33; [[ἀρτεμισία]] πολύκλωνος = [[ἀμβροσία]] 4 ([[sea ragweed]], [[ambrose]], [[Ambrosia maritima]]), Ps.-Dsc.3.113: neut. [[πολύκλωνον]], τό, [[polyclone]], name of a [[plant]], <span class="title">Gp.</span>12.1.2.
|Definition=πολύκλωνον, [[with many branches]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.2.6 (Comp.), Dsc.3.33; [[ἀρτεμισία]] πολύκλωνος = [[ἀμβροσία]] 4 ([[sea ragweed]], [[ambrose]], [[Ambrosia maritima]]), Ps.-Dsc.3.113: neut. [[πολύκλωνον]], τό, [[polyclone]], name of a [[plant]], ''Gp.''12.1.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] mit vielen Schößlingen, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] mit vielen Schößlingen, Theophr.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκλωνος:''' ([[многоветвистый]]) [[ветвистый]], [[широко разветвленный]] (τὰ φυτά Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκλωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλούς κλώνους, [[πολλά]] κλαδιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και [[επίσης]] ειδικών αντισωμάτων που έχουν ληφθεί με [[ανοσία]] ενός ζώου και αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα διαφόρων κλώνων κυττάρων<br /><b>2.</b> (για [[καλώδιο]]) αυτός που έχει [[πολλά]] σύρματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύκλωνον</i><br />[[ονομασία]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀρτεμισία]] [[πολύκλωνος]]»<br /><b>βοτ.</b> η [[αμβροσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλῶνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>κλωνος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκλωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλούς κλώνους, [[πολλά]] κλαδιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και [[επίσης]] ειδικών αντισωμάτων που έχουν ληφθεί με [[ανοσία]] ενός ζώου και αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα διαφόρων κλώνων κυττάρων<br /><b>2.</b> (για [[καλώδιο]]) αυτός που έχει [[πολλά]] σύρματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ <i>πολύκλωνον</i><br />[[ονομασία]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀρτεμισία]] [[πολύκλωνος]]»<br /><b>βοτ.</b> η [[αμβροσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλῶνος]]), [[πρβλ]]. [[μονόκλωνος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκλωνος:''' (много)ветвистый, широко разветвленный (τὰ φυτά Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κλωνος Medium diacritics: πολύκλωνος Low diacritics: πολύκλωνος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΩΝΟΣ
Transliteration A: polýklōnos Transliteration B: polyklōnos Transliteration C: polyklonos Beta Code: polu/klwnos

English (LSJ)

πολύκλωνον, with many branches, Thphr. HP 6.2.6 (Comp.), Dsc.3.33; ἀρτεμισία πολύκλωνος = ἀμβροσία 4 (sea ragweed, ambrose, Ambrosia maritima), Ps.-Dsc.3.113: neut. πολύκλωνον, τό, polyclone, name of a plant, Gp.12.1.2.

German (Pape)

[Seite 664] mit vielen Schößlingen, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

πολύκλωνος: (многоветвистый) ветвистый, широко разветвленный (τὰ φυτά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλωνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλῶνας, κλωνάρια, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 8 (κ. ἀλλ. -κλονος), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύκλωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλούς κλώνους, πολλά κλαδιά
νεοελλ.
1. βιολ. χαρακτηρισμός ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και επίσης ειδικών αντισωμάτων που έχουν ληφθεί με ανοσία ενός ζώου και αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα διαφόρων κλώνων κυττάρων
2. (για καλώδιο) αυτός που έχει πολλά σύρματα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύκλωνον
ονομασία φυτού
αρχ.
φρ. «ἀρτεμισία πολύκλωνος»
βοτ. η αμβροσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλωνος (< κλῶνος), πρβλ. μονόκλωνος].