ἐλαϊκός: Difference between revisions
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elaikos | |Transliteration C=elaikos | ||
|Beta Code=e)lai+ko/s | |Beta Code=e)lai+ko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=ἐλαϊκή, ἐλαϊκόν, [[of olives]] or [[oil]], [[πλήθη]] Aristeas 117; καρπός ''BGU'' 603.10; εἴδη ''PFay.''64.4 (ii A.D.); τόκος ''IG''5(1).1208.22 (Gythium): [[ἐλαϊκή]], ἡ, [[oil monopoly]], PPetr.2p.84 (iii B.C.), ''PRev.Laws'' 43.15 (iii B.C.), etc. Adv. [[ἐλαϊκῶς]] Arr.''Epict.''2.20.18. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[perteneciente o relativo al olivo]], [[de olivos]] ἐλαϊκοῖς πλήθεσι σύνδενδρός ἐστι ... ἡ χώρα el territorio forma un boscaje con numerosísimos olivos</i> Aristeas 112, καρποί <i>BGU</i> 603.10, <i>SB Bh</i>.2 B.1.6 (ambos II d.C.), κτημάτια <i>PFlor</i>.156.4, χωρίον <i>PGraux</i> 27.10 (ambos III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[relativo al aceite de oliva]], [[de aceite de oliva]] εἴδη ἐλαϊκά impuestos sobre la producción de aceite de oliva</i>, <i>PFay</i>.64.4 (II d.C.), ἐλαϊκὸν ἐπίτιμον aceite ilegal, de contrabando</i>, <i>PTeb</i>.39.9 (II a.C.), ἐλαϊκὰ φορτία <i>BGU</i> 1219.25 (II a.C.), ἐ. ... τόκος <i>SEG</i> 13.258.22 (Gitio I d.C.).<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἡ ἐ. [[producción aceitera]], [[monopolio del aceite]] en el Egipto ptolemaico, a veces incluyendo aceites de sésamo, ricino, etc. τὸν κρότωνα καὶ τὰ λοιπὰ φορτία τὰ συ[γκ] ύρ[ο] ντα εἰς τὴν ἐλαικήν <i>PRev.Laws</i> 43.15, cf. 50.19 (III a.C.), <i>PPetr</i>.2.27(2).19 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[impuesto sobre el aceite]] ὁρῶ [[ἀργύριον]] πεσούμενον ἀπὸ τῆς ἐλαϊκῆς <i>PHamb</i>.182.16 (III a.C.), cf. <i>PSI</i> 106.18 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> neutr. subst. τὰ ἐλαϊκά [[actividades o negocios relacionados con el aceite de oliva]] προεστὸς καρπῶν, οἰνικῶν, ἐλαϊκῶν Vett.Val.10.13.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[como un olivo]] πῶς γὰρ δύναται [[ἄμπελος]] ... κινεῖσθαι ... ἐ. ...; Arr.<i>Epict</i>.2.20.18. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλᾱϊκός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς ἐλαίαν (τὸ [[δένδρον]]), Ἐπίρρ. -κῶς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2 20, 18. | |lstext='''ἐλᾱϊκός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς ἐλαίαν (τὸ [[δένδρον]]), Ἐπίρρ. -κῶς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2 20, 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλαϊκός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[δέντρο]] [[ελιά]] ή προέρχεται από λάδια<br /><b>2.</b> «ελαϊκό οξύ» — [[ονομασία]] ενός ακόρεστου οξέος<br /><b>3.</b> <b>(φαρμ.)</b> αυτός που παρασκευάζεται με ελαϊκό οξύ («[[ελαϊκός]] [[μόλυβδος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[λάδι]] («ἐλαϊκά φορτία»)<br /><b>2.</b> ο όμοιος με το [[ελαιόδενδρο]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐλαϊκή</i><br />[[μονοπώλιο]] λαδιού. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλαϊκός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[δέντρο]] [[ελιά]] ή προέρχεται από λάδια<br /><b>2.</b> «ελαϊκό οξύ» — [[ονομασία]] ενός ακόρεστου οξέος<br /><b>3.</b> <b>(φαρμ.)</b> αυτός που παρασκευάζεται με ελαϊκό οξύ («[[ελαϊκός]] [[μόλυβδος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[λάδι]] («ἐλαϊκά φορτία»)<br /><b>2.</b> ο όμοιος με το [[ελαιόδενδρο]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐλαϊκή</i><br />[[μονοπώλιο]] λαδιού. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐλαϊκή, ἐλαϊκόν, of olives or oil, πλήθη Aristeas 117; καρπός BGU 603.10; εἴδη PFay.64.4 (ii A.D.); τόκος IG5(1).1208.22 (Gythium): ἐλαϊκή, ἡ, oil monopoly, PPetr.2p.84 (iii B.C.), PRev.Laws 43.15 (iii B.C.), etc. Adv. ἐλαϊκῶς Arr.Epict.2.20.18.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1perteneciente o relativo al olivo, de olivos ἐλαϊκοῖς πλήθεσι σύνδενδρός ἐστι ... ἡ χώρα el territorio forma un boscaje con numerosísimos olivos Aristeas 112, καρποί BGU 603.10, SB Bh.2 B.1.6 (ambos II d.C.), κτημάτια PFlor.156.4, χωρίον PGraux 27.10 (ambos III d.C.).
2 relativo al aceite de oliva, de aceite de oliva εἴδη ἐλαϊκά impuestos sobre la producción de aceite de oliva, PFay.64.4 (II d.C.), ἐλαϊκὸν ἐπίτιμον aceite ilegal, de contrabando, PTeb.39.9 (II a.C.), ἐλαϊκὰ φορτία BGU 1219.25 (II a.C.), ἐ. ... τόκος SEG 13.258.22 (Gitio I d.C.).
II subst.
1 ἡ ἐ. producción aceitera, monopolio del aceite en el Egipto ptolemaico, a veces incluyendo aceites de sésamo, ricino, etc. τὸν κρότωνα καὶ τὰ λοιπὰ φορτία τὰ συ[γκ] ύρ[ο] ντα εἰς τὴν ἐλαικήν PRev.Laws 43.15, cf. 50.19 (III a.C.), PPetr.2.27(2).19 (III a.C.)
•impuesto sobre el aceite ὁρῶ ἀργύριον πεσούμενον ἀπὸ τῆς ἐλαϊκῆς PHamb.182.16 (III a.C.), cf. PSI 106.18 (II a.C.).
2 neutr. subst. τὰ ἐλαϊκά actividades o negocios relacionados con el aceite de oliva προεστὸς καρπῶν, οἰνικῶν, ἐλαϊκῶν Vett.Val.10.13.
III adv. -ῶς como un olivo πῶς γὰρ δύναται ἄμπελος ... κινεῖσθαι ... ἐ. ...; Arr.Epict.2.20.18.
German (Pape)
[Seite 788] vom Oelbaume, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾱϊκός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς ἐλαίαν (τὸ δένδρον), Ἐπίρρ. -κῶς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2 20, 18.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐλαϊκός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται στο δέντρο ελιά ή προέρχεται από λάδια
2. «ελαϊκό οξύ» — ονομασία ενός ακόρεστου οξέος
3. (φαρμ.) αυτός που παρασκευάζεται με ελαϊκό οξύ («ελαϊκός μόλυβδος»)
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από λάδι («ἐλαϊκά φορτία»)
2. ο όμοιος με το ελαιόδενδρο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐλαϊκή
μονοπώλιο λαδιού.