πρέσβιστος: Difference between revisions
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=presvistos | |Transliteration C=presvistos | ||
|Beta Code=pre/sbistos | |Beta Code=pre/sbistos | ||
|Definition=η, ον, poet. Sup. of | |Definition=η, ον, ''poet.'' Sup. of [[πρέσβυς]], [[eldest]], [[most august]], [[most reverend]], h.Hom.30.2, A.''Th.''390, S.''Frr.''582, 605; πρεσβίστα κόσμου μᾶτερ ''Lyr.Alex.Adesp.''35.2; ἁ π. φιλοσοφία Ti.Locr. 104b; πόλις ''Sardis''7(1).13: irreg. form πρεσβίστατος, η, ον, Nic.''Th.'' 344. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0698.png Seite 698]] superlat. zu [[πρέσβυς]]; H. h. 30, 2; Aesch. Spt. 372, der geehrteste; Scol. 23, Jac.; Tim. Locr. 97 e. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0698.png Seite 698]] superlat. zu [[πρέσβυς]]; H. h. 30, 2; Aesch. Spt. 372, der geehrteste; Scol. 23, Jac.; Tim. Locr. 97 e. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[πρέσβυς]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρέσβιστος superl. van πρέσβυς. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρέσβιστος:''' HH, Aesch., Soph., Plat. superl. к [[πρέσβυς]] I. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρέσβιστος''': -η, -ον, ποιητ. ὑπερθ. τοῦ [[πρέσβυς]], γηραιότατος, σεβαστότατος, τὰ [[μάλιστα]] τιμώμενος, Ὕμν. Ὁμ. 30. 2, Αἰσχύλ. Θήβ. 390, Σοφ. Ἀποσπ. 523. 539· [[ὡσαύτως]], παρὰ Τιμ. Λοκρ. 104Β, ά [[πρεσβίττα]] (Δωρ.) [[φιλοσοφία]]· ― [[ὡσαύτως]], πρεσβίστατος, η, ον, Νικ. Θηρ. 344· πρβλ. [[πρεῖγυς]]. | |lstext='''πρέσβιστος''': -η, -ον, ποιητ. ὑπερθ. τοῦ [[πρέσβυς]], γηραιότατος, σεβαστότατος, τὰ [[μάλιστα]] τιμώμενος, Ὕμν. Ὁμ. 30. 2, Αἰσχύλ. Θήβ. 390, Σοφ. Ἀποσπ. 523. 539· [[ὡσαύτως]], παρὰ Τιμ. Λοκρ. 104Β, ά [[πρεσβίττα]] (Δωρ.) [[φιλοσοφία]]· ― [[ὡσαύτως]], πρεσβίστατος, η, ον, Νικ. Θηρ. 344· πρβλ. [[πρεῖγυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρέσβιστος:''' -η, -ον, ποιητ. υπερθ. του [[πρέσβυς]], ο μεγαλύτερος, ο πιο [[σεβαστός]], ο πιο τιμημένος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. | |lsmtext='''πρέσβιστος:''' -η, -ον, ποιητ. υπερθ. του [[πρέσβυς]], ο μεγαλύτερος, ο πιο [[σεβαστός]], ο πιο τιμημένος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πρέσβιστος]], η, ον poet. Sup. of [[πρέσβυς]]<br />[[eldest]], [[most]] [[august]], [[most]] [[honoured]], Hhymn., Aesch. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[first in importance]], [[first-born]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, poet. Sup. of πρέσβυς, eldest, most august, most reverend, h.Hom.30.2, A.Th.390, S.Frr.582, 605; πρεσβίστα κόσμου μᾶτερ Lyr.Alex.Adesp.35.2; ἁ π. φιλοσοφία Ti.Locr. 104b; πόλις Sardis7(1).13: irreg. form πρεσβίστατος, η, ον, Nic.Th. 344.
German (Pape)
[Seite 698] superlat. zu πρέσβυς; H. h. 30, 2; Aesch. Spt. 372, der geehrteste; Scol. 23, Jac.; Tim. Locr. 97 e.
French (Bailly abrégé)
v. πρέσβυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρέσβιστος superl. van πρέσβυς.
Russian (Dvoretsky)
πρέσβιστος: HH, Aesch., Soph., Plat. superl. к πρέσβυς I.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβιστος: -η, -ον, ποιητ. ὑπερθ. τοῦ πρέσβυς, γηραιότατος, σεβαστότατος, τὰ μάλιστα τιμώμενος, Ὕμν. Ὁμ. 30. 2, Αἰσχύλ. Θήβ. 390, Σοφ. Ἀποσπ. 523. 539· ὡσαύτως, παρὰ Τιμ. Λοκρ. 104Β, ά πρεσβίττα (Δωρ.) φιλοσοφία· ― ὡσαύτως, πρεσβίστατος, η, ον, Νικ. Θηρ. 344· πρβλ. πρεῖγυς.
Greek Monolingual
και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, -ίστη, -ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, -άτη, -ον, Α
(ποιητ. τ. υπερθ. του πρέσβυς)
1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει», Ύμν. Ομ.
β. «πρεσβίστα κόσμου μᾱτερ», Λυρ. Αλ. Αδέσπ.)
2. το αρσ. ως ουσ. πρόεδρος της γερουσίας («πρήγιστος βουλῆς», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. του πρέσβυς, κατά τα κύδιστος, κράτιστος. Για τον τ. πρείγιστος βλ. λ. πρέσβυς, ενώ οι τ. πρήγιστος και πρίγιστος που μαρτυρούνται σε επιγραφές έχουν προέλθει από ιωτακισμό του -ει-].
Greek Monotonic
πρέσβιστος: -η, -ον, ποιητ. υπερθ. του πρέσβυς, ο μεγαλύτερος, ο πιο σεβαστός, ο πιο τιμημένος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.
Middle Liddell
πρέσβιστος, η, ον poet. Sup. of πρέσβυς
eldest, most august, most honoured, Hhymn., Aesch.