ἐνεύχομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eneychomai
|Transliteration C=eneychomai
|Beta Code=e)neu/xomai
|Beta Code=e)neu/xomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[adjure]], [[implore]], Test.Epict.1.13, <span class="bibl">Herod.6.46</span>; ἐνεύχομαι ὑμῖν θεοὺς καὶ θεάς <span class="title">IG</span>5(1).1208.50 (Gythium): c. dat., of god invoked, <span class="title">PMag.Par.</span>1.2258; also <b class="b3">ἐνεύχομαί σοι τὴν Ἀφροδίτην μὴ ἀποκνήσῃς</b> I [[adjure]] you by A. not to... <span class="bibl"><span class="title">PBaden</span> 51</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=[[adjure]], [[implore]], Test.Epict.1.13, Herod.6.46; ἐνεύχομαι ὑμῖν θεοὺς καὶ θεάς ''IG''5(1).1208.50 (Gythium): c. dat., of god invoked, ''PMag.Par.''1.2258; also <b class="b3">ἐνεύχομαί σοι τὴν Ἀφροδίτην μὴ ἀποκνήσῃς</b> I [[adjure]] you by A. not to... ''PBaden'' 51 (ii A.D.).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[rogar]], [[implorar]], [[suplicar]] c. inf., frec. invocando a dioses o instancias superiores en ac. o c. κατά y gen. ἐνευχ[όμε] νο[ς] σοι τ[ο] ὺς πατρικ[ο] ὺς θεούς ... μὴ περιιδεῖν με ἀδικούμενον <i>PCair.Zen</i>.421.1, cf. 482.2 (ambos III a.C.), ἐνεύχομαί οὖν σου (l. σοι) κατὰ ... τοῦ βασιλέως οἰκονομῆσαι τὰ περὶ ἐμέ <i>PCair.Zen</i>.462.7 (III a.C.), c. or. en estilo dir. [[ἐνεύχομαι]], Κοριττί, μή μ' ἐπιψεύσῃ Herod.6.46, cf. <i>PBaden</i> 51.5 (II d.C.), [[ἐνεύχομαι]] ὑμῖν, κλαύσατ' ἄωρον ἐμὴν ἡλικίαν ἄγαμον <i>IMEG</i> 83.15 (heleníst.).<br /><b class="num">2</b> [[pedir]], [[rogar encarecidamente]], [[solicitar]] c. ὥστε e inf. ὥστε κατασκευάξαι με τὸ Μουσεῖον <i>IMaff</i>.31.1.13 (Tera III a.C.), cf. <i>IEphesos</i> 3803d.20 (IV d.C.), gener. solo c. inf. πᾶσιν τοῖς [προεστῶσιν] ... ἐν στήλαις ἐνχαράξαι μου τὴν γνώμην <i>IEphesos</i> 3803d.15 (IV d.C.), cf. Synes.<i>Ep</i>.66 (p.107), en interdicciones funerarias ἐνε<ύ>χομαι μηδένα ἕτερον τεθῆναι χωρὶς ἐμοῦ <i>IG</i> 9(2).931 (Larisa, imper.) en <i>Bull.Epigr</i>.1953.101<br /><b class="num">•</b>frec. invocando a dioses o potencias superiores en ac. o c. κατά y gen. κατὰ ... τῶν θεῶν πάντων ... βοηθεῖν ... παντὶ σθένει <i>SEG</i> 9.7.18 (Cirene II a.C.), ὑμεῖν θε[οὺς πάντας] ... τὴν ἀρίστην [τῆς βουλήσεώ] ς μου ... ὑμᾶς ποιήσασθαι πρόνοιαν <i>SEG</i> 13.258.50 (Laconia I d.C.), ὑμῖν τὴν ἁγίαν καὶ ὁμοούσιον Τριάδα ... κελεῦσαι ... <i>CChalc</i>.(451) <i>Act</i>.230, en interdicciones funerarias [[ἐνεύχομαι]] δὲ τοῖς κληρονόμοις μου τὴν τῶν Αὐτοκρατόρων Τύχην μηδενὶ ἐξεῖναι τεθῆναι εἰ μὴ ... <i>IRhod.Per</i>.560.17 (II d.C.), cf. <i>IEryth</i>.527.10 (imper.), ἐνευχόμεθα τὸ μέγα Θεῖον τῇ στήλλῃ ... μηδένα προσαμαρτῆναι <i>TAM</i> 5.434.12 (II d.C.), c. giro prep. τὴν τιμὴν τῶν πατριαρχῶν ... πρὸς τὸ μηδένα ἀνασκευάσ<αι> τὸ μνῆμα <i>IJud.Or</i>.1 Ach 51.1 (Argos III/IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>tb. en peticiones dirigidas directamente a los dioses τοῖς θεοῖς ἐνευξαμένη εἰς τὸ ἱκανοποιηθῆναι αὐτήν <i>SEG</i> 38.1233.5 (Lidia II d.C.), εἰς τὸν βωμὸν ἐνευξάσθω ὃ ἂν θέλει (<i>sic</i>) καὶ ἐπιτεύξεται <i>TAM</i> 5.1055.12 (Tiatira, imper.), ἐνεύχομαί σοι το[ὺς] καταχθονίο[υς θε] οὺς σῶσαί μοι τὸ παιδίον <i>SEG</i> 39.883.11 (Quíos, imper.).<br /><b class="num">3</b> en textos mág. [[conjurar]], [[invocar]] a un dios para obtener algo de él, c. or. en estilo dir. ποίησον μοι τὸ δεῖνα [πρᾶγ] μα ὅτι ἐνεύχομαί σοι κατὰ τοῦ [θ] εοῦ Ἰαω <i>PMag</i>.3.147, cf. 108, ἐνεύχομαί σοι τήνδε νύκτα κυρίαν ...· ἔγειρε σεαυτήν <i>PMag</i>.4.2258.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεύχομαι''': [[εὔχομαι]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, Ι, 14, Συνεσ. Ἐπιστ. 67, σ. 209Β.
|lstext='''ἐνεύχομαι''': [[εὔχομαι]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, Ι, 14, Συνεσ. Ἐπιστ. 67, σ. 209Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[rogar]], [[implorar]], [[suplicar]] c. inf., frec. invocando a dioses o instancias superiores en ac. o c. κατά y gen. ἐνευχ[όμε] νο[ς] σοι τ[ο] ὺς πατρικ[ο] ὺς θεούς ... μὴ περιιδεῖν με ἀδικούμενον <i>PCair.Zen</i>.421.1, cf. 482.2 (ambos III a.C.), ἐνεύχομαί οὖν σου (l. σοι) κατὰ ... τοῦ βασιλέως οἰκονομῆσαι τὰ περὶ ἐμέ <i>PCair.Zen</i>.462.7 (III a.C.), c. or. en estilo dir. [[ἐνεύχομαι]], Κοριττί, μή μ' ἐπιψεύσῃ Herod.6.46, cf. <i>PBaden</i> 51.5 (II d.C.), [[ἐνεύχομαι]] ὑμῖν, κλαύσατ' ἄωρον ἐμὴν ἡλικίαν ἄγαμον <i>IMEG</i> 83.15 (heleníst.).<br /><b class="num">2</b> [[pedir]], [[rogar encarecidamente]], [[solicitar]] c. ὥστε e inf. ὥστε κατασκευάξαι με τὸ Μουσεῖον <i>IMaff</i>.31.1.13 (Tera III a.C.), cf. <i>IEphesos</i> 3803d.20 (IV d.C.), gener. solo c. inf. πᾶσιν τοῖς [προεστῶσιν] ... ἐν στήλαις ἐνχαράξαι μου τὴν γνώμην <i>IEphesos</i> 3803d.15 (IV d.C.), cf. Synes.<i>Ep</i>.66 (p.107), en interdicciones funerarias ἐνε<ύ>χομαι μηδένα ἕτερον τεθῆναι χωρὶς ἐμοῦ <i>IG</i> 9(2).931 (Larisa, imper.) en <i>Bull.Epigr</i>.1953.101<br /><b class="num">•</b>frec. invocando a dioses o potencias superiores en ac. o c. κατά y gen. κατὰ ... τῶν θεῶν πάντων ... βοηθεῖν ... παντὶ σθένει <i>SEG</i> 9.7.18 (Cirene II a.C.), ὑμεῖν θε[οὺς πάντας] ... τὴν ἀρίστην [τῆς βουλήσεώ] ς μου ... ὑμᾶς ποιήσασθαι πρόνοιαν <i>SEG</i> 13.258.50 (Laconia I d.C.), ὑμῖν τὴν ἁγίαν καὶ ὁμοούσιον Τριάδα ... κελεῦσαι ... <i>CChalc</i>.(451) <i>Act</i>.230, en interdicciones funerarias [[ἐνεύχομαι]] δὲ τοῖς κληρονόμοις μου τὴν τῶν Αὐτοκρατόρων Τύχην μηδενὶ ἐξεῖναι τεθῆναι εἰ μὴ ... <i>IRhod.Per</i>.560.17 (II d.C.), cf. <i>IEryth</i>.527.10 (imper.), ἐνευχόμεθα τὸ μέγα Θεῖον τῇ στήλλῃ ... μηδένα προσαμαρτῆναι <i>TAM</i> 5.434.12 (II d.C.), c. giro prep. τὴν τιμὴν τῶν πατριαρχῶν ... πρὸς τὸ μηδένα ἀνασκευάσ<αι> τὸ μνῆμα <i>IJud.Or</i>.1 Ach 51.1 (Argos III/IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>tb. en peticiones dirigidas directamente a los dioses τοῖς θεοῖς ἐνευξαμένη εἰς τὸ ἱκανοποιηθῆναι αὐτήν <i>SEG</i> 38.1233.5 (Lidia II d.C.), εἰς τὸν βωμὸν ἐνευξάσθω ὃ ἂν θέλει (<i>sic</i>) καὶ ἐπιτεύξεται <i>TAM</i> 5.1055.12 (Tiatira, imper.), ἐνεύχομαί σοι το[ὺς] καταχθονίο[υς θε] οὺς σῶσαί μοι τὸ παιδίον <i>SEG</i> 39.883.11 (Quíos, imper.).<br /><b class="num">3</b> en textos mág. [[conjurar]], [[invocar]] a un dios para obtener algo de él, c. or. en estilo dir. ποίησον μοι τὸ δεῖνα [πρᾶγ] μα ὅτι ἐνεύχομαί σοι κατὰ τοῦ [θ] εοῦ Ἰαω <i>PMag</i>.3.147, cf. 108, ἐνεύχομαί σοι τήνδε νύκτα κυρίαν ...· ἔγειρε σεαυτήν <i>PMag</i>.4.2258.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνεύχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκφράζω]] [[ευχή]], [[επιθυμία]]<br /><b>2.</b> επικαλούμαι, [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]]<br /><b>3.</b> [[εξορκίζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] επικαλούμενος [[θεία]] [[βοήθεια]]<br />(«ἐνεύχομαί σοι τήν Ἀφροδίτην μή ἀποκνήσῃς», πάπ.)
|mltxt=[[ἐνεύχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκφράζω]] [[ευχή]], [[επιθυμία]]<br /><b>2.</b> επικαλούμαι, [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]]<br /><b>3.</b> [[εξορκίζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] επικαλούμενος [[θεία]] [[βοήθεια]]<br />(«ἐνεύχομαί σοι τήν Ἀφροδίτην μή ἀποκνήσῃς», πάπ.)
}}
{{elmes
|esmgtx=1 [[suplicar]] ἐπάκουσον ἐνευχομένου μου, ὅπως ποιήσῃς τὸ δεῖνα πρᾶγμα <b class="b3">escúchame a mí, que suplico, para que realices tal asunto</b> P III 107 c. dat. ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή <b class="b3">a ti te suplico, astuta y arrogante (en una invocación a Selene) </b> P IV 2266 c. κατά y gen. ἐνεύχομαί σοι κατὰ τοῦ ὠοῦ <b class="b3">yo te suplico por el huevo (e.e., el sol) </b> P III 145 P III 147 2 [[invocar]] ὅτι ἐνεύχομαί σοι κατὰ τῶν σῶν ὀνομάτων <b class="b3">porque te invoco por tus nombres</b> P III 108 ἐνεύχομαί σοι τήνδε νύκτα κυρίαν, ἐν ᾗ τὸ σὸν φῶς ὕστατον χωρίζεται <b class="b3">te invoco en esta poderosa noche, en la que tu luz se aleja la última</b> P IV 2258
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεύχομαι Medium diacritics: ἐνεύχομαι Low diacritics: ενεύχομαι Capitals: ΕΝΕΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: eneúchomai Transliteration B: eneuchomai Transliteration C: eneychomai Beta Code: e)neu/xomai

English (LSJ)

adjure, implore, Test.Epict.1.13, Herod.6.46; ἐνεύχομαι ὑμῖν θεοὺς καὶ θεάς IG5(1).1208.50 (Gythium): c. dat., of god invoked, PMag.Par.1.2258; also ἐνεύχομαί σοι τὴν Ἀφροδίτην μὴ ἀποκνήσῃς I adjure you by A. not to... PBaden 51 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

1 rogar, implorar, suplicar c. inf., frec. invocando a dioses o instancias superiores en ac. o c. κατά y gen. ἐνευχ[όμε] νο[ς] σοι τ[ο] ὺς πατρικ[ο] ὺς θεούς ... μὴ περιιδεῖν με ἀδικούμενον PCair.Zen.421.1, cf. 482.2 (ambos III a.C.), ἐνεύχομαί οὖν σου (l. σοι) κατὰ ... τοῦ βασιλέως οἰκονομῆσαι τὰ περὶ ἐμέ PCair.Zen.462.7 (III a.C.), c. or. en estilo dir. ἐνεύχομαι, Κοριττί, μή μ' ἐπιψεύσῃ Herod.6.46, cf. PBaden 51.5 (II d.C.), ἐνεύχομαι ὑμῖν, κλαύσατ' ἄωρον ἐμὴν ἡλικίαν ἄγαμον IMEG 83.15 (heleníst.).
2 pedir, rogar encarecidamente, solicitar c. ὥστε e inf. ὥστε κατασκευάξαι με τὸ Μουσεῖον IMaff.31.1.13 (Tera III a.C.), cf. IEphesos 3803d.20 (IV d.C.), gener. solo c. inf. πᾶσιν τοῖς [προεστῶσιν] ... ἐν στήλαις ἐνχαράξαι μου τὴν γνώμην IEphesos 3803d.15 (IV d.C.), cf. Synes.Ep.66 (p.107), en interdicciones funerarias ἐνε<ύ>χομαι μηδένα ἕτερον τεθῆναι χωρὶς ἐμοῦ IG 9(2).931 (Larisa, imper.) en Bull.Epigr.1953.101
frec. invocando a dioses o potencias superiores en ac. o c. κατά y gen. κατὰ ... τῶν θεῶν πάντων ... βοηθεῖν ... παντὶ σθένει SEG 9.7.18 (Cirene II a.C.), ὑμεῖν θε[οὺς πάντας] ... τὴν ἀρίστην [τῆς βουλήσεώ] ς μου ... ὑμᾶς ποιήσασθαι πρόνοιαν SEG 13.258.50 (Laconia I d.C.), ὑμῖν τὴν ἁγίαν καὶ ὁμοούσιον Τριάδα ... κελεῦσαι ... CChalc.(451) Act.230, en interdicciones funerarias ἐνεύχομαι δὲ τοῖς κληρονόμοις μου τὴν τῶν Αὐτοκρατόρων Τύχην μηδενὶ ἐξεῖναι τεθῆναι εἰ μὴ ... IRhod.Per.560.17 (II d.C.), cf. IEryth.527.10 (imper.), ἐνευχόμεθα τὸ μέγα Θεῖον τῇ στήλλῃ ... μηδένα προσαμαρτῆναι TAM 5.434.12 (II d.C.), c. giro prep. τὴν τιμὴν τῶν πατριαρχῶν ... πρὸς τὸ μηδένα ἀνασκευάσ<αι> τὸ μνῆμα IJud.Or.1 Ach 51.1 (Argos III/IV d.C.)
tb. en peticiones dirigidas directamente a los dioses τοῖς θεοῖς ἐνευξαμένη εἰς τὸ ἱκανοποιηθῆναι αὐτήν SEG 38.1233.5 (Lidia II d.C.), εἰς τὸν βωμὸν ἐνευξάσθω ὃ ἂν θέλει (sic) καὶ ἐπιτεύξεται TAM 5.1055.12 (Tiatira, imper.), ἐνεύχομαί σοι το[ὺς] καταχθονίο[υς θε] οὺς σῶσαί μοι τὸ παιδίον SEG 39.883.11 (Quíos, imper.).
3 en textos mág. conjurar, invocar a un dios para obtener algo de él, c. or. en estilo dir. ποίησον μοι τὸ δεῖνα [πρᾶγ] μα ὅτι ἐνεύχομαί σοι κατὰ τοῦ [θ] εοῦ Ἰαω PMag.3.147, cf. 108, ἐνεύχομαί σοι τήνδε νύκτα κυρίαν ...· ἔγειρε σεαυτήν PMag.4.2258.

German (Pape)

[Seite 839] dabei beten, geloben, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεύχομαι: εὔχομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, Ι, 14, Συνεσ. Ἐπιστ. 67, σ. 209Β.

Greek Monolingual

ἐνεύχομαι (Α)
1. εκφράζω ευχή, επιθυμία
2. επικαλούμαι, παρακαλώ, ικετεύω
3. εξορκίζω κάποιον να κάνει κάτι επικαλούμενος θεία βοήθεια
(«ἐνεύχομαί σοι τήν Ἀφροδίτην μή ἀποκνήσῃς», πάπ.)

Léxico de magia

1 suplicar ἐπάκουσον ἐνευχομένου μου, ὅπως ποιήσῃς τὸ δεῖνα πρᾶγμα escúchame a mí, que suplico, para que realices tal asunto P III 107 c. dat. ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή a ti te suplico, astuta y arrogante (en una invocación a Selene) P IV 2266 c. κατά y gen. ἐνεύχομαί σοι κατὰ τοῦ ὠοῦ yo te suplico por el huevo (e.e., el sol) P III 145 P III 147 2 invocar ὅτι ἐνεύχομαί σοι κατὰ τῶν σῶν ὀνομάτων porque te invoco por tus nombres P III 108 ἐνεύχομαί σοι τήνδε νύκτα κυρίαν, ἐν ᾗ τὸ σὸν φῶς ὕστατον χωρίζεται te invoco en esta poderosa noche, en la que tu luz se aleja la última P IV 2258