πολυδέγμων: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polydegmon
|Transliteration C=polydegmon
|Beta Code=polude/gmwn
|Beta Code=polude/gmwn
|Definition=ον, gen. ονος, (δέχομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">containing</b> or <b class="b2">receiving much</b>, Lyc.700. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">πολυδέγμων, ὁ,</b> like [[πολυδέκτης]], a name of Hades, <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>17.31</span>, prob. in <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>18.11</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>49iv64</span>,<span class="bibl"> v69</span>.</span>
|Definition=πολυδέγμον, gen. ονος, ([[δέχομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[containing much]] or [[receiving much]], Lyc.700.<br><span class="bld">II</span> [[πολυδέγμων]], ὁ, like [[πολυδέκτης]], a name of [[Hades]], ''h.Cer.''17.31, prob. in Orph.''H.''18.11, cf. ''Fr.''49iv64, v69.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυδέγμων''': -ον, γεν. ονος, ([[δέχομαι]]) ὁ δεχόμενος ἢ περιλαμβάνων πολλά, Λυκόφρ. 700. ΙΙ. [[πολυδέγμων]], ὁ, ὡς τὸ [[πολυδέκτης]], [[ὄνομα]] τοῦ Ἅιδου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 17. 31, κτλ., [[ἔνθα]] ἴδε Ruhnk.· πρβλ. [[πολυδαίμων]].
|lstext='''πολυδέγμων''': -ον, γεν. ονος, ([[δέχομαι]]) ὁ δεχόμενος ἢ περιλαμβάνων πολλά, Λυκόφρ. 700. ΙΙ. [[πολυδέγμων]], ὁ, ὡς τὸ [[πολυδέκτης]], [[ὄνομα]] τοῦ Ἅιδου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 17. 31, κτλ., [[ἔνθα]] ἴδε Ruhnk.· πρβλ. [[πολυδαίμων]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται πολλούς ή [[πολλά]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιλαμβάνει πολλούς ή [[πολλά]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πολυδέγμων</i><br />[[προσωνυμία]] του θεού Άδη, [[επειδή]] δεχόταν πολλούς θνητούς, αλλ. Πολυδέκτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δέγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[θεοδέγμων]], [[νεκροδέγμων]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυδέγμων:''' -ον, γεν. -ονος = [[πολυδέκτης]], σε Ομήρ. Ύμν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυδέγμων, ονος, = [[πολυδέκτης]], Hhymn.]
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδέγμων Medium diacritics: πολυδέγμων Low diacritics: πολυδέγμων Capitals: ΠΟΛΥΔΕΓΜΩΝ
Transliteration A: polydégmōn Transliteration B: polydegmōn Transliteration C: polydegmon Beta Code: polude/gmwn

English (LSJ)

πολυδέγμον, gen. ονος, (δέχομαι)
A containing much or receiving much, Lyc.700.
II πολυδέγμων, ὁ, like πολυδέκτης, a name of Hades, h.Cer.17.31, prob. in Orph.H.18.11, cf. Fr.49iv64, v69.

German (Pape)

[Seite 661] ον, viel fassend od. aufnehmend, Lycophr. 699 (vgl. πολυδαίμων). Auch als subst., Beiwort des Hades, der alles Sterbliche in sein Reich aufnimmt, H. h. Cer. 17. 31 u. sonst. Vgl. auch πολυδέκτης.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδέγμων: -ον, γεν. ονος, (δέχομαι) ὁ δεχόμενος ἢ περιλαμβάνων πολλά, Λυκόφρ. 700. ΙΙ. πολυδέγμων, ὁ, ὡς τὸ πολυδέκτης, ὄνομα τοῦ Ἅιδου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 17. 31, κτλ., ἔνθα ἴδε Ruhnk.· πρβλ. πολυδαίμων.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που δέχεται πολλούς ή πολλά
2. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς ή πολλά
3. ως κύριο όν. Πολυδέγμων
προσωνυμία του θεού Άδη, επειδή δεχόταν πολλούς θνητούς, αλλ. Πολυδέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέγμων, νεκροδέγμων].

Greek Monotonic

πολυδέγμων: -ον, γεν. -ονος = πολυδέκτης, σε Ομήρ. Ύμν.

Middle Liddell

πολυδέγμων, ονος, = πολυδέκτης, Hhymn.]