νεφρίτης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(27)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nefritis
|Transliteration C=nefritis
|Beta Code=nefri/ths
|Beta Code=nefri/ths
|Definition=[ῑ], ὁ, fem. νεφρῖτις, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[νεφριαῖος]], [[σφόνδυλος]], i.e. the first vertebra of the sacrum, <span class="bibl">Poll.2.179</span>; νόσον νεφρῖτιν <span class="bibl">Th.7.15</span>; φθίσις ν. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Int.</span>15</span>: also as Subst. <b class="b3">νεφρῖτις</b> (sc. <b class="b3">νόσος</b>), ἡ, <span class="bibl">Id.<span class="title">Coac.</span>502</span>: in pl., <span class="bibl">Id.<span class="title">Aph.</span>3.31</span>, Dsc.1.14.</span>
|Definition=[ῑ], ὁ, fem. νεφρῖτις, ἡ, = [[νεφριαῖος]], [[σφόνδυλος]], i.e. the first vertebra of the sacrum, Poll.2.179; νόσον νεφρῖτιν Th.7.15; φθίσις ν. Hp.''Int.''15: also as [[substantive]] [[νεφρῖτις]] (''[[sc.]]'' [[νόσος]]), ἡ, Id.''Coac.''502: in plural, Id.''Aph.''3.31, Dsc.1.14.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[νεφρίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] που [[είναι]] [[ένας]] από τους δύο τύπους του ιάδη και με το οποίο οι άνθρωποι της προϊστορικής εποχής κατασκεύαζαν τα όπλα τους, ενώ [[σήμερα]] χρησιμοποιείται στην Ανατολή για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σπόνδυλος]] που βρίσκεται [[κοντά]] στους νεφρούς, ο [[πρώτος]] [[σπόνδυλος]] του κόκκυγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ωμ</i>-[[ίτης]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nephrite</i>, και μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ].
|mltxt=ο (Α [[νεφρίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] που [[είναι]] [[ένας]] από τους δύο τύπους του ιάδη και με το οποίο οι άνθρωποι της προϊστορικής εποχής κατασκεύαζαν τα όπλα τους, ενώ [[σήμερα]] χρησιμοποιείται στην Ανατολή για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σπόνδυλος]] που βρίσκεται [[κοντά]] στους νεφρούς, ο [[πρώτος]] [[σπόνδυλος]] του κόκκυγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[ωμίτης]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nephrite</i>, και μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[nierenähnlich]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφρίτης Medium diacritics: νεφρίτης Low diacritics: νεφρίτης Capitals: ΝΕΦΡΙΤΗΣ
Transliteration A: nephrítēs Transliteration B: nephritēs Transliteration C: nefritis Beta Code: nefri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, fem. νεφρῖτις, ἡ, = νεφριαῖος, σφόνδυλος, i.e. the first vertebra of the sacrum, Poll.2.179; νόσον νεφρῖτιν Th.7.15; φθίσις ν. Hp.Int.15: also as substantive νεφρῖτις (sc. νόσος), ἡ, Id.Coac.502: in plural, Id.Aph.3.31, Dsc.1.14.

Greek Monolingual

ο (Α νεφρίτης)
νεοελλ.
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό που είναι ένας από τους δύο τύπους του ιάδη και με το οποίο οι άνθρωποι της προϊστορικής εποχής κατασκεύαζαν τα όπλα τους, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται στην Ανατολή για την κατασκευή κοσμημάτων
αρχ.
ο σπόνδυλος που βρίσκεται κοντά στους νεφρούς, ο πρώτος σπόνδυλος του κόκκυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + επίθ. -ίτης (πρβλ. ωμίτης). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nephrite, και μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ].

German (Pape)

ὁ, nierenähnlich, Sp.