μονόστομος: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monostomos | |Transliteration C=monostomos | ||
|Beta Code=mono/stomos | |Beta Code=mono/stomos | ||
|Definition= | |Definition=μονόστομον,<br><span class="bld">A</span> [[with one opening]], of a fistula, Heliod. ap. Orib. 44.23.68, Paul.Age.6.77.<br><span class="bld">II</span> [[one-edged]], Sch.Il.23.851, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[σάγαρις]], Suid.s.v. [[ἡμιπέλεκκα]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[στόμα]] ή ένα μόνο [[άνοιγμα]], μία μόνο οπή<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μονόστομα</i><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] διγένεων τρηματωδών πλατυελμίνθων, της οικογένειας τών μονοστομιδών, που [[είναι]] παράσιτα τών πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μία μόνο [[κόψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μονο</i>-<i>στόματος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[στόμα]] ή ένα μόνο [[άνοιγμα]], μία μόνο οπή<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μονόστομα</i><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] διγένεων τρηματωδών πλατυελμίνθων, της οικογένειας τών μονοστομιδών, που [[είναι]] παράσιτα τών πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μία μόνο [[κόψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μονο</i>-<i>στόματος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. <i>δί</i>-<i>στομος</i><br />η λ., με τη νεοελλ. σημ. ως όρος της ζωολογίας, [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>monostomous</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
μονόστομον,
A with one opening, of a fistula, Heliod. ap. Orib. 44.23.68, Paul.Age.6.77.
II one-edged, Sch.Il.23.851, Hsch. s.v. σάγαρις, Suid.s.v. ἡμιπέλεκκα.
German (Pape)
[Seite 205] mit einem Munde, – mit einer Schneide, Hesych. v. σάγαρις.
Greek (Liddell-Scott)
μονόστομος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον στόμα, Ὀρειβάσ. σελ. 25 Mai. II. ὁ ἔχων μίαν μόνην κόψιν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 852, Ἡσύχ. Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόστομος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο στόμα ή ένα μόνο άνοιγμα, μία μόνο οπή
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονόστομα
ζωολ. γένος διγένεων τρηματωδών πλατυελμίνθων, της οικογένειας τών μονοστομιδών, που είναι παράσιτα τών πτηνών
αρχ.
αυτός που έχει μία μόνο κόψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μονο-στόματος < μον(ο)- -στόμος (< στόμα), πρβλ. δί-στομος
η λ., με τη νεοελλ. σημ. ως όρος της ζωολογίας, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. monostomous].