κατασκευαστής: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataskevastis
|Transliteration C=kataskevastis
|Beta Code=kataskeuasth/s
|Beta Code=kataskeuasth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[contriner]], Hsch. and Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[μηχανορράφος]]. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b2">one who makes provision, commissariat officer, quartermaster</b>, <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>30.7.1</span>.</span>
|Definition=κατασκευαστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[contriner]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] and Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[μηχανορράφος]].<br><span class="bld">2</span> [[one who makes provision]], [[commissariat officer]], [[quartermaster]], Just.''Nov.''30.7.1.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευαστής Medium diacritics: κατασκευαστής Low diacritics: κατασκευαστής Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kataskeuastḗs Transliteration B: kataskeuastēs Transliteration C: kataskevastis Beta Code: kataskeuasth/s

English (LSJ)

κατασκευαστοῦ, ὁ,
A contriner, Hsch. and Suid. s.v. μηχανορράφος.
2 one who makes provision, commissariat officer, quartermaster, Just.Nov.30.7.1.

German (Pape)

[Seite 1378] ὁ, der Einrichtende, Zubereitende, Sp., auch im schlimmen Sinne, wie Suid. s. v. μηχανοῤῥάφος erkl.: κατασκευαστὴς τὰ φαῦλα μηχανώμενος.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευαστής: -οῦ, ὁ, κατασκευάζων, ποιῶν, ὁ θεὸς τοῦ κόσμου κ. Τατιαν.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασ., ὁ μηχανορράφος, ἐπινοητὴς κακῶν, ὁ τὰ φαῦλα μηχανώμενος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) κατασκευάζω
1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων»)
2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος
μσν.-αρχ.
ο προμηθευτής τών αναγκαίων σε στρατιωτική μονάδα ο αξιωματικός επιμελητείας.