δέμα: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(6_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dema | |Transliteration C=dema | ||
|Beta Code=de/ma | |Beta Code=de/ma | ||
|Definition=ατος, τό, (< | |Definition=-ατος, τό, ([[δέω]] A)<br><span class="bld">A</span> [[band]], Plb.6.33.11; = [[σχοινίον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> Archit., [[clamp]], [[dowel]], IG7.3073.70 (Lebad.).<br><span class="bld">III</span> [[tow-rope]], Ph. ''Bel.''73.24. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[traba]], [[cuerda]] ἵνα μήτ' ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι βλάπτωνται (οἱ ἵπποι) Plb.6.33.11, τί περὶ σφυρά μου δέματ' [ἐ] βάλετε; <i>Mim.Fr.Pap</i>.13.3, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> náut. [[cabo de remolque]] ἐὰν ἀφῶσι τὸ δ. (τὰ πλοῖα) Ph.<i>Bel</i>.73.24.<br /><b class="num">3</b> como unidad de medida [[gavilla]], [[haz]] σχοινίω(ν) <i>SB</i> 9386.43 (II d.C.), καλάμων Pall.<i>H.Laus</i>.18.6, <i>BGU</i> 2208.15 (VII d.C.), λινο[κα] λάμης <i>SB</i> 9024.3 (III/IV d.C.), σταχύων <i>PLond</i>.1771.10 (VI d.C.), <i>PStras</i>.476.12 (VI d.C.), <i>POxford</i> 16.15 (VI/VII d.C.), χόρτ(ου) <i>PKlein.Form</i>.880 (VII d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[atado]], [[paquete]] δέματα ψιαθίων atados de esterillas</i>, <i>BGU</i> 2359.3 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[manojo]] κοριδίου δ. ἓν καὶ ἡδεόσμου δ. ἕν <i>SB</i> 4483.12 (VII d.C.).<br /><b class="num">4</b> arq. [[grapa]] τὰ δέματα τὰ ὑπάρχοντα ἐν ταῖς στήλαις <i>IG</i> 7.3073.70, cf. 73 (Lebadea II a.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0544.png Seite 544]] τό, das Band, Pol. 6, 33; das Bündel, VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0544.png Seite 544]] τό, das Band, Pol. 6, 33; das Bündel, VLL. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δέμα:''' ατος τό pl. путы (ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι ἵπποι Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δέμα''': -ατος, τό, (δέω) λωρίς, [[ταινία]], Πολύβ. 6. 33, 11. ΙΙ. [[σωρός]], [[δέμα]] Ἡσύχ. | |lstext='''δέμα''': -ατος, τό, (δέω) λωρίς, [[ταινία]], Πολύβ. 6. 33, 11. ΙΙ. [[σωρός]], [[δέμα]] Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[δέμα]])<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο δένουμε [[κάτι]], [[ταινία]] ή [[σκοινί]]<br /><b>2.</b> [[κάτι]] συσκευασμένο και δεμένο με [[ταινία]] ή [[σκοινί]] («ταχυδρομικό [[δέμα]]», «[[δέμα]] με βιβλία»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σωρός]] από χώματα και πέτρες που συγκρατεί τα νερά και προστατεύει καλλιεργημένη [[έκταση]]<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) [[δέσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]]<br /><b>2.</b> [[δέση]], [[φράγμα]] ποταμού<br /><b>3.</b> [[δέσιμο]], [[μαγικός]] [[κατάδεσμος]] που εμποδίζει τη [[συνουσία]]<br /><b>4.</b> [[δεσμός]]<br /><b>5.</b> τα [[δεσμά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>, <i>δω</i> «[[δένω]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (δέω A)
A band, Plb.6.33.11; = σχοινίον, Hsch.
II Archit., clamp, dowel, IG7.3073.70 (Lebad.).
III tow-rope, Ph. Bel.73.24.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 traba, cuerda ἵνα μήτ' ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι βλάπτωνται (οἱ ἵπποι) Plb.6.33.11, τί περὶ σφυρά μου δέματ' [ἐ] βάλετε; Mim.Fr.Pap.13.3, cf. Hsch.
2 náut. cabo de remolque ἐὰν ἀφῶσι τὸ δ. (τὰ πλοῖα) Ph.Bel.73.24.
3 como unidad de medida gavilla, haz σχοινίω(ν) SB 9386.43 (II d.C.), καλάμων Pall.H.Laus.18.6, BGU 2208.15 (VII d.C.), λινο[κα] λάμης SB 9024.3 (III/IV d.C.), σταχύων PLond.1771.10 (VI d.C.), PStras.476.12 (VI d.C.), POxford 16.15 (VI/VII d.C.), χόρτ(ου) PKlein.Form.880 (VII d.C.)
•atado, paquete δέματα ψιαθίων atados de esterillas, BGU 2359.3 (III d.C.)
•manojo κοριδίου δ. ἓν καὶ ἡδεόσμου δ. ἕν SB 4483.12 (VII d.C.).
4 arq. grapa τὰ δέματα τὰ ὑπάρχοντα ἐν ταῖς στήλαις IG 7.3073.70, cf. 73 (Lebadea II a.C.).
German (Pape)
[Seite 544] τό, das Band, Pol. 6, 33; das Bündel, VLL.
Russian (Dvoretsky)
δέμα: ατος τό pl. путы (ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι ἵπποι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
δέμα: -ατος, τό, (δέω) λωρίς, ταινία, Πολύβ. 6. 33, 11. ΙΙ. σωρός, δέμα Ἡσύχ.
Greek Monolingual
το (AM δέμα)
1. αυτό με το οποίο δένουμε κάτι, ταινία ή σκοινί
2. κάτι συσκευασμένο και δεμένο με ταινία ή σκοινί («ταχυδρομικό δέμα», «δέμα με βιβλία»)
μσν.- νεοελλ.
1. σωρός από χώματα και πέτρες που συγκρατεί τα νερά και προστατεύει καλλιεργημένη έκταση
2. (για μέταλλα) δέσιμο
νεοελλ.
1. επίδεσμος
2. δέση, φράγμα ποταμού
3. δέσιμο, μαγικός κατάδεσμος που εμποδίζει τη συνουσία
4. δεσμός
5. τα δεσμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέω, δω «δένω»].