πολυχώρητος: Difference between revisions
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
(33) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polychoritos | |Transliteration C=polychoritos | ||
|Beta Code=poluxw/rhtos | |Beta Code=poluxw/rhtos | ||
|Definition= | |Definition=πολυχώρητον, [[capacious]], [[spacious]], κόσμος ''PMag.Par.''1.2828, cf. Sch.Theoc.13.46; [[of large area]], Sophon. in de An.9.17 (Sup.): Comp., [[of larger area]] or [[of greater cubic content]], Simp.''in Cael.''414.15, ''in Ph.''291.18: Sup., Damian.''Opt.''3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο/[[πολυχώρητος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που χωρά πολλούς ή [[πολλά]] [[ευρύχωρος]], [[πολύχωρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταλαμβάνει μεγάλο χώρο, που απλώνεται σε [[μεγάλη]] [[έκταση]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[έκταση]], [[μεγάλη]] [[επιφάνεια]], μεγάλο [[εμβαδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χωρητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χωρῶ</i>), | |mltxt=-η, -ο/[[πολυχώρητος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που χωρά πολλούς ή [[πολλά]] [[ευρύχωρος]], [[πολύχωρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταλαμβάνει μεγάλο χώρο, που απλώνεται σε [[μεγάλη]] [[έκταση]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[έκταση]], [[μεγάλη]] [[επιφάνεια]], μεγάλο [[εμβαδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χωρητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χωρῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ολιγοχώρητος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυχώρητον, capacious, spacious, κόσμος PMag.Par.1.2828, cf. Sch.Theoc.13.46; of large area, Sophon. in de An.9.17 (Sup.): Comp., of larger area or of greater cubic content, Simp.in Cael.414.15, in Ph.291.18: Sup., Damian.Opt.3.
German (Pape)
[Seite 677] vielfassend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠχώρητος: -ον, ὁ πολλὰ χωρῶν, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 13. 46, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο/πολυχώρητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά ευρύχωρος, πολύχωρος
αρχ.
αυτός που καταλαμβάνει μεγάλο χώρο, που απλώνεται σε μεγάλη έκταση
2. αυτός που έχει μεγάλη έκταση, μεγάλη επιφάνεια, μεγάλο εμβαδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χωρητός (< χωρῶ), πρβλ. ολιγοχώρητος].