νοητικός: Difference between revisions
Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=noitikos | |Transliteration C=noitikos | ||
|Beta Code=nohtiko/s | |Beta Code=nohtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=νοητική, νοητικόν, [[intellectual]], opp. [[αἰσθητικός]], τὸ νοητικόν Arist.''de An.''402b16; τὰ ν. μόρια Id.''EN''1139b12; <b class="b3">ἡ νοητικὴ ψυχή</b>, opp. <b class="b3">ἡ αἰσθητική</b>, Id.''GA''736b14, ''de An.''429a28. Adv. [[νοητικῶς]] Porph.''Gaur.''17.6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[doué de la faculté de penser]], [[doué d'intelligence]].<br />'''Étymologie:''' [[νοητός]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zum [[Begreifen]], [[Denken]] [[geschickt]]</i>; [[ψυχή]], Arist. <i>gen.an</i>. 2.3; <i>eth</i>. 6.2; Plut. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοητικός:''' [[наделенный способностью мышления]], [[мыслящий]] ([[ψυχή]] Arst.; [[οὐσία]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοητικός''': -ή, -όν, ὁ [[ταχέως]], [[ὀξέως]] νοῶν, εὐφυής, ὀξύνους, ἀντίθετον τῷ [[αἰσθητικός]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6· ἡ ν. [[ψυχή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ αἰσθητική, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7· τὸ νοητικόν, ἡ [[δύναμις]] τῆς ἀντιλήψεως, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 4, 1, κτλ. | |lstext='''νοητικός''': -ή, -όν, ὁ [[ταχέως]], [[ὀξέως]] νοῶν, εὐφυής, ὀξύνους, ἀντίθετον τῷ [[αἰσθητικός]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6· ἡ ν. [[ψυχή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ αἰσθητική, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7· τὸ νοητικόν, ἡ [[δύναμις]] τῆς ἀντιλήψεως, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 4, 1, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νοητικός]], -ή, -όν) [[νοητός]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να νοεί, να συλλαμβάνει με τον νου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νοητικό</i>(<i>ν</i>) η [[δύναμη]] της διάνοιας, η [[νόηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[νόηση]] («νοητικές λειτουργίες»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[αίνιγμα]]. Επιρρ. <i>νοητικώς</i> και -<i>ά</i> (Α νοητικῶς)<br />με νοητική [[ικανότητα]], [[κατά]] τρόπο νοητικό. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νοητικός:''' -ή, -όν ([[νοέω]]), [[ευφυής]], [[οξύνους]], σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νοητικός]], ή, όν [[νοέω]]<br />[[intelligent]], Arist. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
νοητική, νοητικόν, intellectual, opp. αἰσθητικός, τὸ νοητικόν Arist.de An.402b16; τὰ ν. μόρια Id.EN1139b12; ἡ νοητικὴ ψυχή, opp. ἡ αἰσθητική, Id.GA736b14, de An.429a28. Adv. νοητικῶς Porph.Gaur.17.6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
doué de la faculté de penser, doué d'intelligence.
Étymologie: νοητός.
German (Pape)
zum Begreifen, Denken geschickt; ψυχή, Arist. gen.an. 2.3; eth. 6.2; Plut.
Russian (Dvoretsky)
νοητικός: наделенный способностью мышления, мыслящий (ψυχή Arst.; οὐσία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νοητικός: -ή, -όν, ὁ ταχέως, ὀξέως νοῶν, εὐφυής, ὀξύνους, ἀντίθετον τῷ αἰσθητικός, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6· ἡ ν. ψυχή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ αἰσθητική, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7· τὸ νοητικόν, ἡ δύναμις τῆς ἀντιλήψεως, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 4, 1, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νοητικός, -ή, -όν) νοητός
1. ικανός να νοεί, να συλλαμβάνει με τον νου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοητικό(ν) η δύναμη της διάνοιας, η νόηση
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόηση («νοητικές λειτουργίες»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. αίνιγμα. Επιρρ. νοητικώς και -ά (Α νοητικῶς)
με νοητική ικανότητα, κατά τρόπο νοητικό.
Greek Monotonic
νοητικός: -ή, -όν (νοέω), ευφυής, οξύνους, σε Αριστ.
Middle Liddell
νοητικός, ή, όν νοέω
intelligent, Arist.