αἱρετέος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aireteos
|Transliteration C=aireteos
|Beta Code=ai(rete/os
|Beta Code=ai(rete/os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be chosen]], [[ὠφελήματα]], opp. <b class="b3">αἱρετὰ ἀγαθά</b>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.22</span>, <span class="bibl">61</span>,al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[αἱρετέον]], [[one must choose]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span> 499e</span>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.287S., etc.</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be chosen]], [[ὠφελήματα]], opp. <b class="b3">αἱρετὰ ἀγαθά</b>, Chrysipp.Stoic.3.22, 61,al.<br><span class="bld">II</span> [[αἱρετέον]], [[one must choose]], [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 499e, Phld.''Rh.''1.287S., etc.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''αἱρετέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ὃν πρέπει νὰ κυριεύσῃ, ἢ νὰ προτιμήσῃ τις, ὁ ἐπιθυμητός, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 7, καὶ ἀλλ. ΙΙ. αἱρετέον, πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, Πλάτ. Γοργ. 499Ε, καὶ ἀλλ.
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser elegido]] ὠφελήματα Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’on peut saisir par l’intelligence.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[αἱρέω]].
|btext=α, ον :<br />[[qu'on peut saisir par l'intelligence]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[αἱρέω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[wünschenswert]]</i>, Xen. <i>Mem</i>. 1.1.7.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱρετέος:''' [[достойный быть избранным]] (μαθήματα Xen.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser elegido]] ὠφελήματα Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22.
|lstext='''αἱρετέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ὃν πρέπει νὰ κυριεύσῃ, ἢ νὰ προτιμήσῃ τις, ὁ ἐπιθυμητός, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 7, καὶ ἀλλ. ΙΙ. αἱρετέον, πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, Πλάτ. Γοργ. 499Ε, καὶ ἀλλ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[αἱρέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο [[επιθυμητός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>αἱρετέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''αἱρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[αἱρέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο [[επιθυμητός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>αἱρετέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱρετέος:''' [[достойный быть избранным]] (μαθήματα Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἱρέω]],]<br /><b class="num">I.</b> to be taken, [[desirable]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> αἱρετέον, one must [[choose]], Plat.
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἱρέω]],]<br /><b class="num">I.</b> to be taken, [[desirable]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> αἱρετέον, one must [[choose]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱρετέος Medium diacritics: αἱρετέος Low diacritics: αιρετέος Capitals: ΑΙΡΕΤΕΟΣ
Transliteration A: hairetéos Transliteration B: haireteos Transliteration C: aireteos Beta Code: ai(rete/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be chosen, ὠφελήματα, opp. αἱρετὰ ἀγαθά, Chrysipp.Stoic.3.22, 61,al.
II αἱρετέον, one must choose, Pl.Grg. 499e, Phld.Rh.1.287S., etc.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser elegido ὠφελήματα Chrysipp.Stoic.3.22.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'on peut saisir par l'intelligence.
Étymologie: adj. verb. de αἱρέω.

German (Pape)

wünschenswert, Xen. Mem. 1.1.7.

Russian (Dvoretsky)

αἱρετέος: достойный быть избранным (μαθήματα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ὃν πρέπει νὰ κυριεύσῃ, ἢ νὰ προτιμήσῃ τις, ὁ ἐπιθυμητός, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 7, καὶ ἀλλ. ΙΙ. αἱρετέον, πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, Πλάτ. Γοργ. 499Ε, καὶ ἀλλ.

Greek Monotonic

αἱρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του αἱρέω,
I. αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο επιθυμητός, σε Ξεν.
II. αἱρετέον, αυτό που πρέπει κάποιος να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

verb. adj. of αἱρέω,]
I. to be taken, desirable, Xen.
II. αἱρετέον, one must choose, Plat.