ταυρωπός: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(40)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tavropos
|Transliteration C=tavropos
|Beta Code=taurwpo/s
|Beta Code=taurwpo/s
|Definition=όν, (ὤψ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bull-faced</b>, Ion Lyr.9, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>29.4</span>, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span> 22</span>: neut. as Adv., ταυρωπὸν ἀποβλεψάμενοι <span class="bibl">Ph.1.602</span>: fem. ταυρ-ῶπις, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>32.69</span>; epith. of Isis in Samothrace, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1380.107</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=ταυρωπόν, ([[ὤψ]]) [[bull-faced]], Ion Lyr.9, Orph.''H.''29.4, Corn.''ND'' 22: neut. as adverb, ταυρωπὸν ἀποβλεψάμενοι Ph.1.602: fem. [[ταυρῶπις]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 32.69; [[epithet]] of Isis in Samothrace, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1380.107 (ii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυρωπός''': -όν, (ὤψ) ὁ ἔχων [[πρόσωπον]] ταύρου ἢ ταυροειδές, Ἴων 9, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 4· [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ταυρώψ, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 22· θηλ. ταυρῶπις, Νόνν. Δ. 32. 69.
|lstext='''ταυρωπός''': -όν, (ὤψ) ὁ ἔχων [[πρόσωπον]] ταύρου ἢ ταυροειδές, Ἴων 9, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 4· μετὰ διαφ. γραφ. ταυρώψ, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 22· θηλ. ταυρῶπις, Νόνν. Δ. 32. 69.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, θηλ. και [[ταυρώπις]], -ώπιδος, ΜΑ, και δ. γρφ. [[ταυρώψ]], -ῶπος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όψη ταύρου, [[ταυροειδής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>Ταυρῶπις</i>, -<i>ώπιδος</i><br />[[προσωνυμία]] της Ίσιδος στη Σαμοθράκη<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και θηλ.</b>) [[επίκληση]] τών θεών Διονύσου, Αρτέμιδος, Εκάτης και Σελήνης<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ταυρωπόν</i><br />σαν [[ταύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> /-<i>ωπός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τερατ</i>-<i>ωπός</i>].
|mltxt=-όν, θηλ. και [[ταυρώπις]], -ώπιδος, ΜΑ, και δ. γρφ. [[ταυρώψ]], -ῶπος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όψη ταύρου, [[ταυροειδής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>Ταυρῶπις</i>, -<i>ώπιδος</i><br />[[προσωνυμία]] της Ίσιδος στη Σαμοθράκη<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και θηλ.</b>) [[επίκληση]] τών θεών Διονύσου, Αρτέμιδος, Εκάτης και Σελήνης<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ταυρωπόν</i><br />σαν [[ταύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> /-<i>ωπός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ὄπωπα]]), [[πρβλ]]. [[τερατωπός]]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-όν [[que tiene aspecto de toro]] de Selene ἐπάκουσον ἐμῶν ἱερῶν ἐπαοιδῶν, ... φιλήρεμε, ταυροκάρηνε, ὄμμα δέ σοι ταυρωπόν <b class="b3">escucha mis sagrados cánticos, tú, amante de la soledad, que tienes cabeza de toro, tu aspecto es de toro</b> P IV 2810
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρωπός Medium diacritics: ταυρωπός Low diacritics: ταυρωπός Capitals: ΤΑΥΡΩΠΟΣ
Transliteration A: taurōpós Transliteration B: taurōpos Transliteration C: tavropos Beta Code: taurwpo/s

English (LSJ)

ταυρωπόν, (ὤψ) bull-faced, Ion Lyr.9, Orph.H.29.4, Corn.ND 22: neut. as adverb, ταυρωπὸν ἀποβλεψάμενοι Ph.1.602: fem. ταυρῶπις, Nonn. D. 32.69; epithet of Isis in Samothrace, POxy.1380.107 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1074] mit einem Stietgesichte od. -blicke; Ion bei Ath. I, 35 e; Dionysos, Hymn. (IX, 524, 20).

Greek (Liddell-Scott)

ταυρωπός: -όν, (ὤψ) ὁ ἔχων πρόσωπον ταύρου ἢ ταυροειδές, Ἴων 9, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 4· μετὰ διαφ. γραφ. ταυρώψ, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 22· θηλ. ταυρῶπις, Νόνν. Δ. 32. 69.

Spanish

que tiene aspecto de toro

Greek Monolingual

-όν, θηλ. και ταυρώπις, -ώπιδος, ΜΑ, και δ. γρφ. ταυρώψ, -ῶπος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που έχει όψη ταύρου, ταυροειδής
2. το θηλ. Ταυρῶπις, -ώπιδος
προσωνυμία της Ίσιδος στη Σαμοθράκη
3. (το αρσ. και θηλ.) επίκληση τών θεών Διονύσου, Αρτέμιδος, Εκάτης και Σελήνης
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ταυρωπόν
σαν ταύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ωψ /-ωπός (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. τερατωπός].

Léxico de magia

-όν que tiene aspecto de toro de Selene ἐπάκουσον ἐμῶν ἱερῶν ἐπαοιδῶν, ... φιλήρεμε, ταυροκάρηνε, ὄμμα δέ σοι ταυρωπόν escucha mis sagrados cánticos, tú, amante de la soledad, que tienes cabeza de toro, tu aspecto es de toro P IV 2810