ταυρωπός: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tavropos
|Transliteration C=tavropos
|Beta Code=taurwpo/s
|Beta Code=taurwpo/s
|Definition=όν, (ὤψ) [[bull-faced]], Ion Lyr.9, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>29.4</span>, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span> 22</span>: neut. as adverb, ταυρωπὸν ἀποβλεψάμενοι <span class="bibl">Ph.1.602</span>: fem. ταυρ-ῶπις, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>32.69</span>; [[epithet]] of Isis in Samothrace, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1380.107</span> (ii A.D.).
|Definition=ταυρωπόν, ([[ὤψ]]) [[bull-faced]], Ion Lyr.9, Orph.''H.''29.4, Corn.''ND'' 22: neut. as adverb, ταυρωπὸν ἀποβλεψάμενοι Ph.1.602: fem. [[ταυρῶπις]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 32.69; [[epithet]] of Isis in Samothrace, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1380.107 (ii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, θηλ. και [[ταυρώπις]], -ώπιδος, ΜΑ, και δ. γρφ. [[ταυρώψ]], -ῶπος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όψη ταύρου, [[ταυροειδής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>Ταυρῶπις</i>, -<i>ώπιδος</i><br />[[προσωνυμία]] της Ίσιδος στη Σαμοθράκη<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και θηλ.</b>) [[επίκληση]] τών θεών Διονύσου, Αρτέμιδος, Εκάτης και Σελήνης<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ταυρωπόν</i><br />σαν [[ταύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> /-<i>ωπός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τερατ</i>-<i>ωπός</i>].
|mltxt=-όν, θηλ. και [[ταυρώπις]], -ώπιδος, ΜΑ, και δ. γρφ. [[ταυρώψ]], -ῶπος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όψη ταύρου, [[ταυροειδής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>Ταυρῶπις</i>, -<i>ώπιδος</i><br />[[προσωνυμία]] της Ίσιδος στη Σαμοθράκη<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και θηλ.</b>) [[επίκληση]] τών θεών Διονύσου, Αρτέμιδος, Εκάτης και Σελήνης<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ταυρωπόν</i><br />σαν [[ταύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> /-<i>ωπός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ὄπωπα]]), [[πρβλ]]. [[τερατωπός]]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-όν [[que tiene aspecto de toro]] de Selene ἐπάκουσον ἐμῶν ἱερῶν ἐπαοιδῶν, ... φιλήρεμε, ταυροκάρηνε, ὄμμα δέ σοι ταυρωπόν <b class="b3">escucha mis sagrados cánticos, tú, amante de la soledad, que tienes cabeza de toro, tu aspecto es de toro</b> P IV 2810
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρωπός Medium diacritics: ταυρωπός Low diacritics: ταυρωπός Capitals: ΤΑΥΡΩΠΟΣ
Transliteration A: taurōpós Transliteration B: taurōpos Transliteration C: tavropos Beta Code: taurwpo/s

English (LSJ)

ταυρωπόν, (ὤψ) bull-faced, Ion Lyr.9, Orph.H.29.4, Corn.ND 22: neut. as adverb, ταυρωπὸν ἀποβλεψάμενοι Ph.1.602: fem. ταυρῶπις, Nonn. D. 32.69; epithet of Isis in Samothrace, POxy.1380.107 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1074] mit einem Stietgesichte od. -blicke; Ion bei Ath. I, 35 e; Dionysos, Hymn. (IX, 524, 20).

Greek (Liddell-Scott)

ταυρωπός: -όν, (ὤψ) ὁ ἔχων πρόσωπον ταύρου ἢ ταυροειδές, Ἴων 9, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 4· μετὰ διαφ. γραφ. ταυρώψ, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 22· θηλ. ταυρῶπις, Νόνν. Δ. 32. 69.

Spanish

que tiene aspecto de toro

Greek Monolingual

-όν, θηλ. και ταυρώπις, -ώπιδος, ΜΑ, και δ. γρφ. ταυρώψ, -ῶπος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που έχει όψη ταύρου, ταυροειδής
2. το θηλ. Ταυρῶπις, -ώπιδος
προσωνυμία της Ίσιδος στη Σαμοθράκη
3. (το αρσ. και θηλ.) επίκληση τών θεών Διονύσου, Αρτέμιδος, Εκάτης και Σελήνης
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ταυρωπόν
σαν ταύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ωψ /-ωπός (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. τερατωπός].

Léxico de magia

-όν que tiene aspecto de toro de Selene ἐπάκουσον ἐμῶν ἱερῶν ἐπαοιδῶν, ... φιλήρεμε, ταυροκάρηνε, ὄμμα δέ σοι ταυρωπόν escucha mis sagrados cánticos, tú, amante de la soledad, que tienes cabeza de toro, tu aspecto es de toro P IV 2810