χαρακίτης: Difference between revisions
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=charakitis | |Transliteration C=charakitis | ||
|Beta Code=xaraki/ths | |Beta Code=xaraki/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, < | |Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[living behind a fence]]: metaph., [[cloisterling]], <b class="b3">βιβλιακοὶ χ.</b> Timo 12.2.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">χ. τιθυμαλίς</b>, = [[χαρακίας]] ''ΙΙ'', Afric.''Cest.''p.81 V., Aët.1.397. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰρᾰκίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, παρὰ Τίμωνι τῷ σιλλογράφῳ ἐν Ἀθην. 22D, χαρακῖται βιβλιακοὶ (ἐκ τοῦ [[χάραξ]]), οἱ κεχαρακωμένοι τοῖς βιβλίοις (κατ᾿ ἄλλους ἐκ τοῦ [[χαράσσω]], οἱ συνεχῶς γράφοντες βιβλία). | |lstext='''χᾰρᾰκίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, παρὰ Τίμωνι τῷ σιλλογράφῳ ἐν Ἀθην. 22D, χαρακῖται βιβλιακοὶ (ἐκ τοῦ [[χάραξ]]), οἱ κεχαρακωμένοι τοῖς βιβλίοις (κατ᾿ ἄλλους ἐκ τοῦ [[χαράσσω]], οἱ συνεχῶς γράφοντες βιβλία). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[χαρακείτης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μένει [[μέσα]] σε χώρο περιφραγμένο με αιχμηρούς πασσάλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που ζει κλεισμένος σε [[μοναστήρι]], που μονάζει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[χαρακίτης]] [[τιθυμαλίς]]» — το [[φυτό]] [[τιθύμαλλος]], χαρακιάς <b>(Αφρικαν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A living behind a fence: metaph., cloisterling, βιβλιακοὶ χ. Timo 12.2.
2 χ. τιθυμαλίς, = χαρακίας ΙΙ, Afric.Cest.p.81 V., Aët.1.397.
German (Pape)
[Seite 1335] ὁ, βιβλιακός, der Bücher kratzt, Bücherschmierer, Timon Phlias. 36 bei Ath. I, 22 d.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρᾰκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, παρὰ Τίμωνι τῷ σιλλογράφῳ ἐν Ἀθην. 22D, χαρακῖται βιβλιακοὶ (ἐκ τοῦ χάραξ), οἱ κεχαρακωμένοι τοῖς βιβλίοις (κατ᾿ ἄλλους ἐκ τοῦ χαράσσω, οἱ συνεχῶς γράφοντες βιβλία).
Greek Monolingual
και χαρακείτης, ὁ, Α
1. αυτός που μένει μέσα σε χώρο περιφραγμένο με αιχμηρούς πασσάλους
2. μτφ. αυτός που ζει κλεισμένος σε μοναστήρι, που μονάζει
3. φρ. «χαρακίτης τιθυμαλίς» — το φυτό τιθύμαλλος, χαρακιάς (Αφρικαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, -ακος + κατάλ. -ίτης].