συγκατεσθίω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkatesthio | |Transliteration C=sygkatesthio | ||
|Beta Code=sugkatesqi/w | |Beta Code=sugkatesqi/w | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. -έδομαι Ath.9.386e; also -φάγομαι [[LXX]] ''Is.''9.18(17): pf. -εδήδοκα Plu.2.94a: aor. -έφᾰγον Jul. ''Mis.''338c:—[[eat up]], [[devour with]] or [[together]], Plu.l.c., ''Thes.''22, Mnesith. ap.Ath.8.357e, etc.; τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Jul. [[l.c.]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0966.png Seite 966]] (s. [[ἐσθίω]]), mit aufessen, verzehren, Sp.; pert. bei Plut.am. mult. 3; [[συγκαταφαγεῖν]], Thes. 22. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> συγκατέδομαι, <i>ao.2</i> συγκατέφαγον, <i>pf.</i> συγκατεδήδοκα;<br />manger ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατεσθίω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-κατεσθίω samen (met...) opeten, met acc. en dat. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκατεσθίω:''' (inf. aor. 2 [[συγκαταφαγεῖν]]) съедать вместе или сообща (ἀλλήλοις Plut.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=μέλλ. [[συγκατέδομαι]] και συγκαταφάγομαι, Α [[κατεσθίω]]<br />[[τρώγω]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[τρώγω]] [[πολλά]] [[μαζί]] («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν [[πάντα]]», ΠΔ). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκατεσθίω:''' μέλ. <i>-έδομαι</i>, παρακ. <i>-εδήδοκα</i>, αόρ. αʹ <i>κατέφᾰγον</i>· [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συγκατεσθίω''': μέλλ. -έδομαι, Ἀθήν. 386Ε· πρκμ. -εδήδοκα Πλούτ. 2. 94A· ἀόρ. -έφᾰγον· ― [[κατεσθίω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θησ. 22, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357E, κτλ.· τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Ἰουλ. 338C. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -έδομαι perf. -εδήδοκα aor1 κατέφᾰγον<br />to eat up, [[devour]] with or [[together]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
fut. -έδομαι Ath.9.386e; also -φάγομαι LXX Is.9.18(17): pf. -εδήδοκα Plu.2.94a: aor. -έφᾰγον Jul. Mis.338c:—eat up, devour with or together, Plu.l.c., Thes.22, Mnesith. ap.Ath.8.357e, etc.; τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Jul. l.c.
German (Pape)
[Seite 966] (s. ἐσθίω), mit aufessen, verzehren, Sp.; pert. bei Plut.am. mult. 3; συγκαταφαγεῖν, Thes. 22.
French (Bailly abrégé)
f. συγκατέδομαι, ao.2 συγκατέφαγον, pf. συγκατεδήδοκα;
manger ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατεσθίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατεσθίω samen (met...) opeten, met acc. en dat.
Russian (Dvoretsky)
συγκατεσθίω: (inf. aor. 2 συγκαταφαγεῖν) съедать вместе или сообща (ἀλλήλοις Plut.).
Greek Monolingual
μέλλ. συγκατέδομαι και συγκαταφάγομαι, Α κατεσθίω
τρώγω μαζί με κάποιον ή τρώγω πολλά μαζί («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν πάντα», ΠΔ).
Greek Monotonic
συγκατεσθίω: μέλ. -έδομαι, παρακ. -εδήδοκα, αόρ. αʹ κατέφᾰγον· κατατρώγω, καταβροχθίζω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατεσθίω: μέλλ. -έδομαι, Ἀθήν. 386Ε· πρκμ. -εδήδοκα Πλούτ. 2. 94A· ἀόρ. -έφᾰγον· ― κατεσθίω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θησ. 22, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357E, κτλ.· τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Ἰουλ. 338C.
Middle Liddell
fut. -έδομαι perf. -εδήδοκα aor1 κατέφᾰγον
to eat up, devour with or together, Plut.