οἰκητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikitikos
|Transliteration C=oikitikos
|Beta Code=oi)khtiko/s
|Beta Code=oi)khtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[accustomed to a fixed dwelling]], τῶν ζῴων τὰ μὲν οἰ. τὰ δὲ ἄοικα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488a21</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[used as]] or [[suitable for a residence]], οἰκία <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.983.2</span> (iv A. D.), etc.</span>
|Definition=οἰκητική, οἰκητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[accustomed to a fixed dwelling]], τῶν ζῴων τὰ μὲν οἰ. τὰ δὲ ἄοικα Arist.''HA''488a21.<br><span class="bld">II</span> [[used as]] or [[suitable for a residence]], οἰκία ''PLond.''3.983.2 (iv A. D.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκητικός Medium diacritics: οἰκητικός Low diacritics: οικητικός Capitals: ΟΙΚΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oikētikós Transliteration B: oikētikos Transliteration C: oikitikos Beta Code: oi)khtiko/s

English (LSJ)

οἰκητική, οἰκητικόν,
A accustomed to a fixed dwelling, τῶν ζῴων τὰ μὲν οἰ. τὰ δὲ ἄοικα Arist.HA488a21.
II used as or suitable for a residence, οἰκία PLond.3.983.2 (iv A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 300] der eine Wohnung zu haben pflegt, im Gegensatz von ἄοικος, Arist. H. A. 1, 1.

Russian (Dvoretsky)

οἰκητικός: имеющий (постоянное) жилье, оседлый (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκητικός: -ή, -όν, ὁ εἰθισμένος εἰς σταθερὰν κατοικίαν, τῶν ζῴων τὰ μὲν οἰκ. τὰ δὲ ἄοικα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 27.

Greek Monolingual

οἰκητικός, -ή, -όν (Α) οικητής
1. (σχετικά με ζώα) αυτός που είναι συνηθισμένος σε μόνιμη διαμονή, σε σταθερή κατοικία, κατοικίδιος («[τῶν ζῴων] τὰ μὲν οἰκητικά, τὰ δὲ ἄοικα», Αριστοτ.)
2. αυτός που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ή αυτός που είναι κατοικήσιμος, κατάλληλος για διαμονή.