ἐρύγμηλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erygmilos
|Transliteration C=erygmilos
|Beta Code=e)ru/gmhlos
|Beta Code=e)ru/gmhlos
|Definition=η, ον, (ἐρῠγεῖν) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loud-bellowing</b>, ταῦρος <span class="bibl">Il.18.580</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐρυγμήλη, ἐπίθετον ῥαφανίου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς</b>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>379.27</span>, cf.Hsch. (<b class="b3">ἐρυγηλή</b> cod.).</span>
|Definition=η, ον, (ἐρῠγεῖν)<br><span class="bld">A</span> [[loud-bellowing]], ταῦρος Il.18.580.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐρυγμήλη, ἐπίθετον ῥαφανίου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς</b>, ''EM''379.27, cf.[[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[ἐρυγηλή]] cod.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1035.png Seite 1035]] (ἐρυγεῖν), 1) laut brüllend, ταῦρος Il. 18, 580. – 21 Aufstoßen verursachend, ἐρυγμήλη, Beiwort des Rettigs, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1035.png Seite 1035]] (ἐρυγεῖν), 1) laut brüllend, ταῦρος Il. 18, 580. – 21 Aufstoßen verursachend, ἐρυγμήλη, Beiwort des Rettigs, VLL.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui mugit]], [[mugissant]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἐρεύγομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρύγμηλος:''' [[издающий громкое мычание]], [[мычащий]] ([[ταῦρος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρύγμηλος''': -η, -ον, (ἐρῠγεῖν) ταῦρον ἐρύγμηλον, «μέγα μυκώμενον» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 580˙ ὡς τὸ [[ἐρίμυκος]]. ΙΙ. ἐρυγμήλη, «ἐπίθετον ῥαφάνου, [[ἴσως]] ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς» Ἐτυμ. Μ. 379. 28, πρβλ. Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] ὁ κῶδ. ἔχει τὸν τύπον ἐρυγηλή).
|lstext='''ἐρύγμηλος''': -η, -ον, (ἐρῠγεῖν) ταῦρον ἐρύγμηλον, «μέγα μυκώμενον» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 580˙ ὡς τὸ [[ἐρίμυκος]]. ΙΙ. ἐρυγμήλη, «ἐπίθετον ῥαφάνου, [[ἴσως]] ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς» Ἐτυμ. Μ. 379. 28, πρβλ. Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] ὁ κῶδ. ἔχει τὸν τύπον ἐρυγηλή).
}}
{{Autenrieth
|auten=(ἐρυγεῖν): bellowing, Il. 18.580†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρύγμηλος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που μουγκρίζει [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο του ταύρου που προέρχεται από <i>ερυγμή</i> [[ερεύγομαι]] (II)] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρύγμηλος:''' -η, -ον (ἐρῠγεῖν), αυτός που βρυχάται [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρύγμηλος]], η, ον [ἐρῠγεῖν]<br />[[loud]]-bellowing, Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῠγμηλος Medium diacritics: ἐρύγμηλος Low diacritics: ερύγμηλος Capitals: ΕΡΥΓΜΗΛΟΣ
Transliteration A: erýgmēlos Transliteration B: erygmēlos Transliteration C: erygmilos Beta Code: e)ru/gmhlos

English (LSJ)

η, ον, (ἐρῠγεῖν)
A loud-bellowing, ταῦρος Il.18.580.
II ἐρυγμήλη, ἐπίθετον ῥαφανίου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς, EM379.27, cf.Hsch. (ἐρυγηλή cod.).

German (Pape)

[Seite 1035] (ἐρυγεῖν), 1) laut brüllend, ταῦρος Il. 18, 580. – 21 Aufstoßen verursachend, ἐρυγμήλη, Beiwort des Rettigs, VLL.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mugit, mugissant.
Étymologie: DELG ἐρεύγομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐρύγμηλος: издающий громкое мычание, мычащий (ταῦρος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρύγμηλος: -η, -ον, (ἐρῠγεῖν) ταῦρον ἐρύγμηλον, «μέγα μυκώμενον» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 580˙ ὡς τὸ ἐρίμυκος. ΙΙ. ἐρυγμήλη, «ἐπίθετον ῥαφάνου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς» Ἐτυμ. Μ. 379. 28, πρβλ. Ἡσύχ. (ἔνθα ὁ κῶδ. ἔχει τὸν τύπον ἐρυγηλή).

English (Autenrieth)

(ἐρυγεῖν): bellowing, Il. 18.580†.

Greek Monolingual

ἐρύγμηλος, -η, -ον (Α)
αυτός που μουγκρίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο του ταύρου που προέρχεται από ερυγμή ερεύγομαι (II)] + επίθημα -ηλο]].

Greek Monotonic

ἐρύγμηλος: -η, -ον (ἐρῠγεῖν), αυτός που βρυχάται δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐρύγμηλος, η, ον [ἐρῠγεῖν]
loud-bellowing, Il.