ἐμπληκτικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empliktikos | |Transliteration C=empliktikos | ||
|Beta Code=e)mplhktiko/s | |Beta Code=e)mplhktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐμπληκτική, ἐμπληκτικόν, ([[ἐμπλήσσω]]) [[stupid]], θέατρα Plu.2.748d (sed leg. [[ἐμπλήκτων]]):—in Id.''Sull.''34 [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἐμπληκτότατον]]. Adv. [[ἐμπληκτικῶς]] = [[capriciously]] Apollon.''Lex.'' [[sub verbo|s.v.]] [[ἐμπλήγδην]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[caprichoso]], [[voluble]] de una mujer, Hsch.s.u. [[ἐμπλήγδην]].<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἐμπληκτικῶς]] = [[caprichosamente]] Apollon.<i>Lex</i>.67.28. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0814.png Seite 814]] ή, όν, leicht zu erschrecken, in Staunen zu versetzen; καὶ ἀνόητα θέατρα Plut. Symp. 9, 15 E. Dah. thöricht, im superl. Sull. 34. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0814.png Seite 814]] ή, όν, leicht zu erschrecken, in Staunen zu versetzen; καὶ ἀνόητα θέατρα Plut. Symp. 9, 15 E. Dah. thöricht, im superl. Sull. 34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[facile à effrayer]];<br /><b>2</b> [[stupide]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλήσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπληκτικός:''' [[тупоумный]], [[глупый]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπληκτικός''': -ή, -όν, μαινόμενος, τὸν ἐμπληκτικώτατον Πλουτ. Σύλλ. 34· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν: «ἵσ. γρ. ἐμπληκτότατον· ὁ γὰρ [[ἔμπληκτος]] [[μᾶλλον]] ἐν χρήσει ἢ ὁ [[ἐμπληκτικός]], ὅτε σημαίνει τὸν μαινόμενον»· ὁ ἐκπλησσόμενος, ὁ [[μωρός]], περὶ τῶν ἐν τῷ θεάτρῳ θεατῶν, ὁ αὐτ. 2. 748D. | |lstext='''ἐμπληκτικός''': -ή, -όν, μαινόμενος, τὸν ἐμπληκτικώτατον Πλουτ. Σύλλ. 34· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν: «ἵσ. γρ. ἐμπληκτότατον· ὁ γὰρ [[ἔμπληκτος]] [[μᾶλλον]] ἐν χρήσει ἢ ὁ [[ἐμπληκτικός]], ὅτε σημαίνει τὸν μαινόμενον»· ὁ ἐκπλησσόμενος, ὁ [[μωρός]], περὶ τῶν ἐν τῷ θεάτρῳ θεατῶν, ὁ αὐτ. 2. 748D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμπληκτικός:''' -ή, -όν ([[ἐμπλήσσω]]), αυτός που τρομάζει εύκολα, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐμπληκτικός:''' -ή, -όν ([[ἐμπλήσσω]]), αυτός που τρομάζει εύκολα, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐμπληκτικός]], ή, όν <i>adj</i> [[ἐμπλήσσω]]<br />[[easily]] [[scared]], Plut. | |mdlsjtxt=[[ἐμπληκτικός]], ή, όν <i>adj</i> [[ἐμπλήσσω]]<br />[[easily]] [[scared]], Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐμπληκτική, ἐμπληκτικόν, (ἐμπλήσσω) stupid, θέατρα Plu.2.748d (sed leg. ἐμπλήκτων):—in Id.Sull.34 f.l. for ἐμπληκτότατον. Adv. ἐμπληκτικῶς = capriciously Apollon.Lex. s.v. ἐμπλήγδην.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 caprichoso, voluble de una mujer, Hsch.s.u. ἐμπλήγδην.
2 adv. ἐμπληκτικῶς = caprichosamente Apollon.Lex.67.28.
German (Pape)
[Seite 814] ή, όν, leicht zu erschrecken, in Staunen zu versetzen; καὶ ἀνόητα θέατρα Plut. Symp. 9, 15 E. Dah. thöricht, im superl. Sull. 34.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 facile à effrayer;
2 stupide.
Étymologie: ἐμπλήσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπληκτικός: тупоумный, глупый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπληκτικός: -ή, -όν, μαινόμενος, τὸν ἐμπληκτικώτατον Πλουτ. Σύλλ. 34· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν: «ἵσ. γρ. ἐμπληκτότατον· ὁ γὰρ ἔμπληκτος μᾶλλον ἐν χρήσει ἢ ὁ ἐμπληκτικός, ὅτε σημαίνει τὸν μαινόμενον»· ὁ ἐκπλησσόμενος, ὁ μωρός, περὶ τῶν ἐν τῷ θεάτρῳ θεατῶν, ὁ αὐτ. 2. 748D.
Greek Monolingual
ἐμπληκτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που εκπλήσσεται εύκολα, ανόητος.
Greek Monotonic
ἐμπληκτικός: -ή, -όν (ἐμπλήσσω), αυτός που τρομάζει εύκολα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐμπληκτικός, ή, όν adj ἐμπλήσσω
easily scared, Plut.