νεώρης: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neoris
|Transliteration C=neoris
|Beta Code=new/rhs
|Beta Code=new/rhs
|Definition=ες (on the accent v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.72</span>), (ὄρνυμι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">new, fresh</b>, <b class="b3">νεώρη βόστρυχον τετμημένον</b> a lock of hair <b class="b2">just cut off</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>901</span>; εἰληφότας φόβον νεώρη <span class="bibl">Id.<span class="title">OC</span>730</span>; ν. ψόφος Id.<span class="title">Ichn.</span>154; ἄλλο νεῶρες πῆμα Philet.1.</span>
|Definition=νεώρες (on the accent v. Hdn.Gr.1.72), ([[ὄρνυμι]]) [[new]], [[fresh]], <b class="b3">νεώρη βόστρυχον τετμημένον</b> a lock of hair [[just cut off]], S.''El.''901; εἰληφότας φόβον νεώρη Id.''OC''730; ν. ψόφος Id.''Ichn.''154; ἄλλο νεῶρες πῆμα Philet.1.
}}
{{elru
|elrutext='''νεώρης:''' [[недавний]], [[свежий]] ([[φόβος]] Soph.): ν. [[βόστρυχος]] τετμημένος Soph. недавно срезанная прядь волос.
}}
{{ls
|lstext='''νεώρης''': -ες, οὐχὶ νεωρής, ές, Ἀρκάδ. 117. 18, Θεογνώστ. Κανόν. 45. 32· (ὥρα)· ― [[νέος]], [[πρόσφατος]], νεώρη βόστρυχον τετμημένον, πρὸ μικροῦ ἀποκοπέντα, Σοφ. Ἠλ. 901· εἰληφότας φόβον νεωρη ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 730· [[ἄλλο]] νεῶρες [[πῆμα]] Φιλητ. παρὰ Στοβ. 558. 36.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεώρης]], -ες (Α)<br />[[νέος]], [[πρόσφατος]], [[καινούργιος]] («νεώρη [[βόστρυχον]] τετμημένον» — πρόσφατα, [[πριν]] από λίγο κομμένο βόστρυχο, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρνυμι]] «[[κινώ]], [[εγείρω]]»). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] εν συνθέσει].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεώρης:''' -ες ([[ὄρνυμι]]), [[νέος]], [[ακμαίος]], [[πρόσφατος]], Λατ. [[recens]]· νεώρη [[βόστρυχον]] τετμημένον, φρεσκοκομμένη [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Σοφ.· [[φόβος]] [[νεώρης]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νε-ώρης, ες [ὥρα]<br />new, [[fresh]], [[late]], Lat. [[recens]], νεώρη [[βόστρυχον]] τετμημένον a [[lock]] of [[hair]] but [[just]] cut off, Soph.; [[φόβος]] [[νεώρης]] Soph.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[new]]
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώρης Medium diacritics: νεώρης Low diacritics: νεώρης Capitals: ΝΕΩΡΗΣ
Transliteration A: neṓrēs Transliteration B: neōrēs Transliteration C: neoris Beta Code: new/rhs

English (LSJ)

νεώρες (on the accent v. Hdn.Gr.1.72), (ὄρνυμι) new, fresh, νεώρη βόστρυχον τετμημένον a lock of hair just cut off, S.El.901; εἰληφότας φόβον νεώρη Id.OC730; ν. ψόφος Id.Ichn.154; ἄλλο νεῶρες πῆμα Philet.1.

Russian (Dvoretsky)

νεώρης: недавний, свежий (φόβος Soph.): ν. βόστρυχος τετμημένος Soph. недавно срезанная прядь волос.

Greek (Liddell-Scott)

νεώρης: -ες, οὐχὶ νεωρής, ές, Ἀρκάδ. 117. 18, Θεογνώστ. Κανόν. 45. 32· (ὥρα)· ― νέος, πρόσφατος, νεώρη βόστρυχον τετμημένον, πρὸ μικροῦ ἀποκοπέντα, Σοφ. Ἠλ. 901· εἰληφότας φόβον νεωρη ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 730· ἄλλο νεῶρες πῆμα Φιλητ. παρὰ Στοβ. 558. 36.

Greek Monolingual

νεώρης, -ες (Α)
νέος, πρόσφατος, καινούργιος («νεώρη βόστρυχον τετμημένον» — πρόσφατα, πριν από λίγο κομμένο βόστρυχο, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ώρης (< ὄρνυμι «κινώ, εγείρω»). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].

Greek Monotonic

νεώρης: -ες (ὄρνυμι), νέος, ακμαίος, πρόσφατος, Λατ. recens· νεώρη βόστρυχον τετμημένον, φρεσκοκομμένη μπούκλα μαλλιών, σε Σοφ.· φόβος νεώρης, στον ίδ.

Middle Liddell

νε-ώρης, ες [ὥρα]
new, fresh, late, Lat. recens, νεώρη βόστρυχον τετμημένον a lock of hair but just cut off, Soph.; φόβος νεώρης Soph.

English (Woodhouse)

new

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)