μαλλωτός: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mallotos | |Transliteration C=mallotos | ||
|Beta Code=mallwto/s | |Beta Code=mallwto/s | ||
|Definition= | |Definition=μαλλωτή, μαλλωτόν, [[fleecy]], <b class="b3">μ. χλαμύδες</b> cloaks [[lined with wool]], Pl.Com.13; δοραί Str.11.2.19; χιτῶνες D.H.7.72, cf. ''IG''22.1120 (iv A. D.), ''Sammelb.''7033.44 (v A. D.):—written μαλλουτός in ''PMasp.''6 ii 65 (vi A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλλωτός]], -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) [[μαλλός]]<br />[[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]] («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μαλλωτός]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 [[περίπου]] είδη, θάμνους ή δέντρα, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαλλωτόν</i><br />[[είδος]] μάλλινου κλινοσκεπάσματος. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλλωτός]], -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) [[μαλλός]]<br />[[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]] («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μαλλωτός]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 [[περίπου]] είδη, θάμνους ή δέντρα, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαλλωτόν</i><br />[[είδος]] μάλλινου κλινοσκεπάσματος. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit langer [[Wolle]] [[versehen]]</i>, [[χιτών]], [[χλαμύς]], <i>ein [[Schafpelz]]</i>, Plat. com. bei Poll. 7.57; Dion.Hal. 7.72; auch μαλλωτὴ [[δορά]], Strab. XI.499. Vgl. [[μηλωτή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
μαλλωτή, μαλλωτόν, fleecy, μ. χλαμύδες cloaks lined with wool, Pl.Com.13; δοραί Str.11.2.19; χιτῶνες D.H.7.72, cf. IG22.1120 (iv A. D.), Sammelb.7033.44 (v A. D.):—written μαλλουτός in PMasp.6 ii 65 (vi A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
μαλλωτός: -ή, -όν, ἔχων μαλλίον, «μαλλιαρός», μ. χλαμὺς Πλάτ. Κωμ. ἐν «ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 4· δοραὶ Στράβ. 499· χιτῶνες Διον. Ἁλ. 7. 72· πρβλ. μηλωτή.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM μαλλωτός, -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) μαλλός
γεμάτος τρίχες, τριχωτός, μαλλιαρός («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μαλλωτός
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 περίπου είδη, θάμνους ή δέντρα, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μαλλωτόν
είδος μάλλινου κλινοσκεπάσματος.
German (Pape)
mit langer Wolle versehen, χιτών, χλαμύς, ein Schafpelz, Plat. com. bei Poll. 7.57; Dion.Hal. 7.72; auch μαλλωτὴ δορά, Strab. XI.499. Vgl. μηλωτή.