λιτανός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=litanos
|Transliteration C=litanos
|Beta Code=litano/s
|Beta Code=litano/s
|Definition=ή, όν, (λιτή) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[praying]], [[suppliant]], μέλη <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span> 809</span> (lyr.): as Subst. <b class="b3">λιτανά, τά,</b> = [[λιταί]], ἀμφὶ λιτάν' ἕξομεν engage in [[prayer]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>102</span> (Seidler for [[ἀμφίλιταν]] or <b class="b3">ἀμφὶ λιτὰν</b>).</span>
|Definition=λιτανή, λιτανόν, ([[λιτή]]) [[praying]], [[suppliant]], μέλη A.''Supp.'' 809 (lyr.): as [[substantive]] [[λιτανά]], τά, = [[λιταί]], ἀμφὶ λιτάν' ἕξομεν engage in [[prayer]], Id.''Th.''102 (Seidler for [[ἀμφίλιταν]] or <b class="b3">ἀμφὶ λιτὰν</b>).
}}
{{pape
|ptext=([[λιτή]]), <i>[[bittend]], [[flehend]]</i>, [[μέλη]] λίτανα θεοῖσιν, Aesch. <i>Suppl</i>. 790.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐτᾰνός:''' (ῐ) просящий, молящий ([[μέλη]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιτανός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[παρακλητικός]], [[ικετευτικός]] («[[μέλη]] θεοῑσι λιτανά», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λιτανά</i><br />οι προσευχές, οι δεήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιτ</i>.- του [[λίσσομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. <i>λιχ</i>-<i>ανός</i>)].
|mltxt=[[λιτανός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[παρακλητικός]], [[ικετευτικός]] («[[μέλη]] θεοῖσι λιτανά», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λιτανά</i><br />οι προσευχές, οι δεήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιτ</i>.- του [[λίσσομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. [[λιχανός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐτᾰνός:''' -ή, -όν ([[λιτή]]), [[ικετευτικός]], [[μέλη]], σε Αισχύλ.· ως ουσ., <i>λιτανά</i>, <i>τά</i>, = <i>λιταί</i>, <i>ἀμφὶ λιτᾰνὰ ἔχεσθαι</i>, [[ενασχόληση]] με ικεσίες, με προσευχές, στον ίδ.
|lsmtext='''λῐτᾰνός:''' -ή, -όν ([[λιτή]]), [[ικετευτικός]], [[μέλη]], σε Αισχύλ.· ως ουσ., <i>λιτανά</i>, <i>τά</i>, = <i>λιταί</i>, <i>ἀμφὶ λιτᾰνὰ ἔχεσθαι</i>, [[ενασχόληση]] με ικεσίες, με προσευχές, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐτᾰνός:''' (ῐ) просящий, молящий ([[μέλη]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐτᾰνός, ή, όν [[λιτή]]<br />praying, [[suppliant]], [[μέλη]] Aesch.: —as Subst., λιτανά, τά, = λιταί, ἀμφὶ λιτᾰνὰ ἔχεσθαι to be [[engaged]] in [[prayer]], Aesch.
|mdlsjtxt=λῐτᾰνός, ή, όν [[λιτή]]<br />praying, [[suppliant]], [[μέλη]] Aesch.: —as [[substantive]], λιτανά, τά, = λιταί, ἀμφὶ λιτᾰνὰ ἔχεσθαι to be [[engaged]] in [[prayer]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐτᾰνός Medium diacritics: λιτανός Low diacritics: λιτανός Capitals: ΛΙΤΑΝΟΣ
Transliteration A: litanós Transliteration B: litanos Transliteration C: litanos Beta Code: litano/s

English (LSJ)

λιτανή, λιτανόν, (λιτή) praying, suppliant, μέλη A.Supp. 809 (lyr.): as substantive λιτανά, τά, = λιταί, ἀμφὶ λιτάν' ἕξομεν engage in prayer, Id.Th.102 (Seidler for ἀμφίλιταν or ἀμφὶ λιτὰν).

German (Pape)

(λιτή), bittend, flehend, μέλη λίτανα θεοῖσιν, Aesch. Suppl. 790.

Russian (Dvoretsky)

λῐτᾰνός: (ῐ) просящий, молящий (μέλη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐτᾰνός: -ή, -όν, (λιτὴ) ἱκετευτικός, μέλη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 809· ― ὡς οὐσιαστ., λιτανά, τά, = λιταί, ἀμφὶ λιτᾰ΄ ν’ ἔχεσθαι, περὶ προσευχὰς ἀσχολεῖσθαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 102 (κατὰ τὸν Seidler ἀντὶ λιτὰν μετὰ ᾱ). ― Περὶ τῆς αἰτιατ. ἴδε Ἡρῳδιαν. παρ’ Ἀρκαδίῳ 64. 21.

Greek Monolingual

λιτανός, -ή, -όν (Α)
1. παρακλητικός, ικετευτικόςμέλη θεοῖσι λιτανά», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λιτανά
οι προσευχές, οι δεήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιτ.- του λίσσομαι + κατάλ. -ανός (πρβλ. λιχανός)].

Greek Monotonic

λῐτᾰνός: -ή, -όν (λιτή), ικετευτικός, μέλη, σε Αισχύλ.· ως ουσ., λιτανά, τά, = λιταί, ἀμφὶ λιτᾰνὰ ἔχεσθαι, ενασχόληση με ικεσίες, με προσευχές, στον ίδ.

Middle Liddell

λῐτᾰνός, ή, όν λιτή
praying, suppliant, μέλη Aesch.: —as substantive, λιτανά, τά, = λιταί, ἀμφὶ λιτᾰνὰ ἔχεσθαι to be engaged in prayer, Aesch.