κεντρικός: Difference between revisions
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kentrikos | |Transliteration C=kentrikos | ||
|Beta Code=kentriko/s | |Beta Code=kentriko/s | ||
|Definition= | |Definition=κεντρική, κεντρικόν,<br><span class="bld">A</span> of or [[belong]]ing to a [[cardinal point]], σχῆμα Vett.Val.134.26.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[κεντρικῶς]], metaph., ὁ νοῦς… ἀδιαιρέτως καὶ κ. οἶδε τὰ διαιρούμενα Phlp.in de An.542.29. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
κεντρική, κεντρικόν,
A of or belonging to a cardinal point, σχῆμα Vett.Val.134.26.
II Adv. κεντρικῶς, metaph., ὁ νοῦς… ἀδιαιρέτως καὶ κ. οἶδε τὰ διαιρούμενα Phlp.in de An.542.29.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ κέντρον, ἐκ τοῦ κέντρου, διάστημα Valens παρὰ τῷ Salm. de Climact. σ. 300.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κεντρικός, -ή, -όν) κέντρον
αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, σε κύριο, κεντρικό σημείο, κεντρώος, μεσαίος («κεντρική Ασία»)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε θέση πολυσύχναστη («κεντρική οδός»)
2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο από το οποίο ορμώνται ή εξαρτώνται άλλα ομοειδή πράγματα ή φαινόμενα («κεντρική θέρμανση»)
3. φρ. «κεντρική ιδέα» — η αρχική, η θεμελιώδης ιδέα, από την οποία εξαρτώνται οι επί μέρους ιδέες.