φιλητός: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filitos
|Transliteration C=filitos
|Beta Code=filhto/s
|Beta Code=filhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be loved, worthy of love</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1168a15</span>; <b class="b3">τὰ φ</b>. <b class="b2">objects of love</b>, ib.<span class="bibl">1156a8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Adv. -τῶς <b class="b2">in a friendly spirit</b>, <span class="bibl">Eust.1490.47</span>.</span>
|Definition=φιλητή, φιλητόν,<br><span class="bld">A</span> to [[be loved]], [[worthy of love]], Id.''EN''1168a15; <b class="b3">τὰ φ.</b> [[objects of love]], ib.1156a8.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[φιλητῶς]] = [[in a friendly spirit]], Eust.1490.47.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1277.png Seite 1277]] adj. verb. von [[φιλέω]], geliebt, liebenswürdig, Arist. eth. 8, 2 u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui mérite d'être aimé ; aimé.<br />'''Étymologie:''' [[φιλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλητός:''' [adj. verb. к [[φιλέω]] любимый Arst.
}}
{{ls
|lstext='''φῐλητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., [[ἄξιος]] ἀγάπης, [[ἀξιαγάπητος]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 7, 6· τὸ φιλητόν, τὸ ἀγαπητόν, [[αὐτόθι]] 8. 2, 2. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. 1490. 48.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[φιλῶ]]<br />αυτός που αξίζει να τον αγαπούν, [[αξιαγάπητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φιλητά</i><br />αντικείμενα αγάπης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλητῶς</i> Μ<br />αξιαγάπητα, με αξιαγάπητο τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φιλέω]], αυτός που αγαπιέται, αυτός που αξίζει [[αγάπη]], σε Αριστ.· <i>τὸ φιλητόν</i>, το [[αντικείμενο]] της αγάπης, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλητός, ή, όν verb. adj. of [[φιλέω]]<br />to be [[loved]], [[worthy]] of [[love]], Arist.; τὸ φ. the [[object]] of [[love]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλητός Medium diacritics: φιλητός Low diacritics: φιλητός Capitals: ΦΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: philētós Transliteration B: philētos Transliteration C: filitos Beta Code: filhto/s

English (LSJ)

φιλητή, φιλητόν,
A to be loved, worthy of love, Id.EN1168a15; τὰ φ. objects of love, ib.1156a8.
II Adv. φιλητῶς = in a friendly spirit, Eust.1490.47.

German (Pape)

[Seite 1277] adj. verb. von φιλέω, geliebt, liebenswürdig, Arist. eth. 8, 2 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui mérite d'être aimé ; aimé.
Étymologie: φιλέω.

Russian (Dvoretsky)

φιλητός: [adj. verb. к φιλέω любимый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ἄξιος ἀγάπης, ἀξιαγάπητος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 7, 6· τὸ φιλητόν, τὸ ἀγαπητόν, αὐτόθι 8. 2, 2. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. 1490. 48.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ φιλῶ
αυτός που αξίζει να τον αγαπούν, αξιαγάπητος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλητά
αντικείμενα αγάπης.
επίρρ...
φιλητῶς Μ
αξιαγάπητα, με αξιαγάπητο τρόπο.

Greek Monotonic

φῐλητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φιλέω, αυτός που αγαπιέται, αυτός που αξίζει αγάπη, σε Αριστ.· τὸ φιλητόν, το αντικείμενο της αγάπης, στον ίδ.

Middle Liddell

φῐλητός, ή, όν verb. adj. of φιλέω
to be loved, worthy of love, Arist.; τὸ φ. the object of love, Arist.