ὑμνῳδός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=hymnōdos
|Transliteration B=hymnōdos
|Transliteration C=ymnodos
|Transliteration C=ymnodos
|Beta Code=u(mnw|do/s
|Beta Code=u(mnw|do/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">singing hymns</b>, κόραι <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span>394</span> (lyr.); σοφὴν θεῶν ὑμνῳδόν <span class="bibl">Diog.Ath.1.5</span>; <b class="b3">ὑμνῳδοί, οἱ,</b> <b class="b2">choral singers</b>, Jahresh. 11.103 (Pergam., i A.D.), 15.48 (Notium), <span class="title">BMus.Inscr.</span>481*.296 (Ephesus), <span class="title">CIG</span>3148.39 (Smyrna), etc.</span>
|Definition=ὑμνῳδόν, [[singing hymns]], κόραι Id.''HF''394 (lyr.); σοφὴν θεῶν ὑμνῳδόν Diog.Ath.1.5; [[ὑμνῳδοί]], οἱ, [[choral singers]], Jahresh. 11.103 (Pergam., i A.D.), 15.48 (Notium), ''BMus.Inscr.''481*.296 (Ephesus), ''CIG''3148.39 (Smyrna), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui chante un hymne <i>ou</i> des hymnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[ᾠδή]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui chante un hymne <i>ou</i> des hymnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[ᾠδή]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, η / [[ὑμνῳδός]], -όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α<br />αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, [[υμνογράφος]], [[ψαλμωδός]]·2. [[εγκωμιαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑμνῳδοί</i><br />άτομα που έψαλλαν ύμνους και χόρευαν. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑμνῳδῶς</i> Μ<br />με υμνωδίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕμνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>), [[πρβλ]]. [[τραγῳδός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑμνῳδός:''' -όν ([[ᾠδή]]), [[υμνητής]], <i>ὑμνῳδοὶ κόραι</i>, κόρες, παρθένες που ψάλλουν ύμνους, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑμνῳδός:''' [[поющий гимны]] (κόραι Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑμν-ῳδός, όν [ᾠδή]<br />[[singing]] hymns, ὑμν. κόραι the [[minstrel]] maids, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνῳδός Medium diacritics: ὑμνῳδός Low diacritics: υμνωδός Capitals: ΥΜΝΩΔΟΣ
Transliteration A: hymnōidós Transliteration B: hymnōdos Transliteration C: ymnodos Beta Code: u(mnw|do/s

English (LSJ)

ὑμνῳδόν, singing hymns, κόραι Id.HF394 (lyr.); σοφὴν θεῶν ὑμνῳδόν Diog.Ath.1.5; ὑμνῳδοί, οἱ, choral singers, Jahresh. 11.103 (Pergam., i A.D.), 15.48 (Notium), BMus.Inscr.481*.296 (Ephesus), CIG3148.39 (Smyrna), etc.

German (Pape)

[Seite 1179] Hymnen und Lieder singend, κόραι Eur. Herc. fur. 394.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui chante un hymne ou des hymnes.
Étymologie: ὕμνος, ᾠδή.

Greek Monolingual

ο, η / ὑμνῳδός, -όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α
αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους
νεοελλ.
1. αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, υμνογράφος, ψαλμωδός·2. εγκωμιαστής
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑμνῳδοί
άτομα που έψαλλαν ύμνους και χόρευαν.
επίρρ...
ὑμνῳδῶς Μ
με υμνωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγῳδός].

Greek Monotonic

ὑμνῳδός: -όν (ᾠδή), υμνητής, ὑμνῳδοὶ κόραι, κόρες, παρθένες που ψάλλουν ύμνους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνῳδός: поющий гимны (κόραι Eur.).

Middle Liddell

ὑμν-ῳδός, όν [ᾠδή]
singing hymns, ὑμν. κόραι the minstrel maids, Eur.