Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιστεφής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn

Menander, Monostichoi, 155
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peristefis
|Transliteration C=peristefis
|Beta Code=peristefh/s
|Beta Code=peristefh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wreathed, crowned</b>, <b class="b3">ἀνθέων π</b>. <b class="b2">with a crown</b> of flowers, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>895</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., <b class="b2">twining, encircling</b>, κισσός <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>651</span> (lyr.).</span>
|Definition=περιστεφές,<br><span class="bld">A</span> [[wreathed]], [[crowned]], <b class="b3">ἀνθέων π.</b> [[with a crown]] of flowers, S.''El.''895.<br><span class="bld">II</span> Act., [[twining]], [[encircling]], κισσός E.''Ph.''651 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0594.png Seite 594]] ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνθέων θήκην πατρός, Soph. El. 883; [[χώρα]] [[ὄρεσι]] π., Plut. Fab. M. 6, – [[κισσός]], Eur. Phoen. 654, akt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0594.png Seite 594]] ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνθέων θήκην πατρός, Soph. El. 883; [[χώρα]] [[ὄρεσι]] π., Plut. Fab. M. 6, – [[κισσός]], Eur. Phoen. 654, akt.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[couronné]].<br />'''Étymologie:''' [[περιστέφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651.
}}
{{elru
|elrutext='''περιστεφής:'''<br /><b class="num">1</b> [[увенчанный]]: περιστεφὴς ἀνθέων [[θήκη]] Soph. убранная цветами могила; [[χώρα]] [[ὄρεσι]] π. Plut. край, опоясанный горами;<br /><b class="num">2</b> обвивающий(ся) ([[κισσός]] Eur.).
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ [[περιστέφω]]<br />αυτός που περιβάλλεται από [[παντού]] σαν με [[στεφάνι]], [[στεφανωμένος]] [[ολόγυρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιτριγυρίζει, που περιβάλλει [[κάτι]], που περικυκλώνει [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιστεφῶς</i> ΜΑ<br />με τρόπο περιστεφή.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιστεφής:''' -ές ([[στέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[στεφανωμένος]], [[εστεμμένος]], ἀνθέων [[περιστεφής]], αυτός που έχει [[στεφάνι]] από λουλούδια, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που στεφανώνει, που περιβάλλει, [[κισσός]], σε Ευρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιστεφής''': -ές, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ἀνθέων π., Σοφ. Ἠλ. 895. ΙΙ. ἐνεργ., περιστέφων, περιβάλλων, κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651.
|lstext='''περιστεφής''': -ές, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ἀνθέων π., Σοφ. Ἠλ. 895. ΙΙ. ἐνεργ., περιστέφων, περιβάλλων, κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-στεφής, ές [[στέφω]]<br /><b class="num">I.</b> wreathed, [[crowned]], ἀνθέων π. with a [[crown]] of flowers, Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. twining, [[encircling]], [[κισσός]] Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστεφής Medium diacritics: περιστεφής Low diacritics: περιστεφής Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: peristephḗs Transliteration B: peristephēs Transliteration C: peristefis Beta Code: peristefh/s

English (LSJ)

περιστεφές,
A wreathed, crowned, ἀνθέων π. with a crown of flowers, S.El.895.
II Act., twining, encircling, κισσός E.Ph.651 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 594] ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνθέων θήκην πατρός, Soph. El. 883; χώρα ὄρεσι π., Plut. Fab. M. 6, – κισσός, Eur. Phoen. 654, akt.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couronné.
Étymologie: περιστέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651.

Russian (Dvoretsky)

περιστεφής:
1 увенчанный: περιστεφὴς ἀνθέων θήκη Soph. убранная цветами могила; χώρα ὄρεσι π. Plut. край, опоясанный горами;
2 обвивающий(ся) (κισσός Eur.).

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ περιστέφω
αυτός που περιβάλλεται από παντού σαν με στεφάνι, στεφανωμένος ολόγυρα
αρχ.
αυτός που περιτριγυρίζει, που περιβάλλει κάτι, που περικυκλώνει κάτι.
επίρρ...
περιστεφῶς ΜΑ
με τρόπο περιστεφή.

Greek Monotonic

περιστεφής: -ές (στέφω),·
I. στεφανωμένος, εστεμμένος, ἀνθέων περιστεφής, αυτός που έχει στεφάνι από λουλούδια, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που στεφανώνει, που περιβάλλει, κισσός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

περιστεφής: -ές, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ἀνθέων π., Σοφ. Ἠλ. 895. ΙΙ. ἐνεργ., περιστέφων, περιβάλλων, κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651.

Middle Liddell

περι-στεφής, ές στέφω
I. wreathed, crowned, ἀνθέων π. with a crown of flowers, Soph.
II. act. twining, encircling, κισσός Eur.