πολύτριχος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polytrichos
|Transliteration C=polytrichos
|Beta Code=polu/trixos
|Beta Code=polu/trixos
|Definition=ον, (θρίξ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very hairy, bushy</b>, πώγων <span class="bibl">Philonid.10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> πολύ-τρῐχον, τό, = [[ἀδίαντον]], Dsc.4.134, <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>7350.8</span> (iii/iv A.D.), Phot. s.h.v., <span class="title">AB</span>343.</span>
|Definition=πολύτριχον, ([[θρίξ]])<br><span class="bld">A</span> [[very hairy]], [[bushy]], πώγων Philonid.10.<br><span class="bld">II</span> πολύ-τρῐχον, τό, = [[ἀδίαντον]], Dsc.4.134, ''Sammelb.''7350.8 (iii/iv A.D.), Phot. s.h.v., ''AB''343.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] mit vielen Haaren, Philonid. bei Poll. 2, 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] mit vielen Haaren, Philonid. bei Poll. 2, 24.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύτρῐχος:''' gen. к [[πολύθριξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτριχος]], -ον, ΝΜΑ, [[πολύθριξ]], -τριχος, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές [[τρίχες]], ο [[δασύτριχος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[πολύτριχο]]<br />[[είδος]] φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό [[γένος]] φυλλόβρυων βρυοφύτων το οποίο ανήκει στην [[τάξη]] βρυώδη και περιλαμβάνει 70-220 δίοικα είδη ανθεκτικών ή πολύ ανθεκτικών μικρών [[φυτών]] ύψους έως 15 εκατοστομέτρων, τα οποία σχηματίζουν τάπητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δασύ</i>-<i>τριχος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτριχος]], -ον, ΝΜΑ, [[πολύθριξ]], -τριχος, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές [[τρίχες]], ο [[δασύτριχος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πολύτριχο]]<br />[[είδος]] φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό [[γένος]] φυλλόβρυων βρυοφύτων το οποίο ανήκει στην [[τάξη]] βρυώδη και περιλαμβάνει 70-220 δίοικα είδη ανθεκτικών ή πολύ ανθεκτικών μικρών [[φυτών]] ύψους έως 15 εκατοστομέτρων, τα οποία σχηματίζουν τάπητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), [[πρβλ]]. [[δασύτριχος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύτρῐχος:''' gen. к [[πολύθριξ]].
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτρῐχος Medium diacritics: πολύτριχος Low diacritics: πολύτριχος Capitals: ΠΟΛΥΤΡΙΧΟΣ
Transliteration A: polýtrichos Transliteration B: polytrichos Transliteration C: polytrichos Beta Code: polu/trixos

English (LSJ)

πολύτριχον, (θρίξ)
A very hairy, bushy, πώγων Philonid.10.
II πολύ-τρῐχον, τό, = ἀδίαντον, Dsc.4.134, Sammelb.7350.8 (iii/iv A.D.), Phot. s.h.v., AB343.

German (Pape)

[Seite 675] mit vielen Haaren, Philonid. bei Poll. 2, 24.

Russian (Dvoretsky)

πολύτρῐχος: gen. к πολύθριξ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτρῐχος: -ον, (θρὶξ) ὁ ἔχων πολλὰς τρίχας, δασύς, λάσιος, πώγων Φιλωνίδ. ἐν Ἀδήλ. 5. ΙΙ. πολύτρῐχον, τό, = ἀδίαντον, «ἀδίαντον: φυτὸν παρ’ ὕδασι φυόμενον τὸ καλούμενον πολύτριχον» Φώτ. ἐν λ. ἀδίαντον, Α. Β. 343, 2, Γαλην. τ. 10, σ. 641.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτριχος, -ον, ΝΜΑ, πολύθριξ, -τριχος, ΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, ο δασύτριχος
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύτριχο
είδος φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό γένος φυλλόβρυων βρυοφύτων το οποίο ανήκει στην τάξη βρυώδη και περιλαμβάνει 70-220 δίοικα είδη ανθεκτικών ή πολύ ανθεκτικών μικρών φυτών ύψους έως 15 εκατοστομέτρων, τα οποία σχηματίζουν τάπητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. δασύτριχος].