πολύτριχος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polytrichos
|Transliteration C=polytrichos
|Beta Code=polu/trixos
|Beta Code=polu/trixos
|Definition=ον, (θρίξ) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[very hairy]], [[bushy]], πώγων <span class="bibl">Philonid.10</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> πολύ-τρῐχον, τό, = [[ἀδίαντον]], Dsc.4.134, <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>7350.8</span> (iii/iv A.D.), Phot. s.h.v., <span class="title">AB</span>343.</span>
|Definition=πολύτριχον, ([[θρίξ]])<br><span class="bld">A</span> [[very hairy]], [[bushy]], πώγων Philonid.10.<br><span class="bld">II</span> πολύ-τρῐχον, τό, = [[ἀδίαντον]], Dsc.4.134, ''Sammelb.''7350.8 (iii/iv A.D.), Phot. s.h.v., ''AB''343.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτριχος]], -ον, ΝΜΑ, [[πολύθριξ]], -τριχος, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές [[τρίχες]], ο [[δασύτριχος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πολύτριχο]]<br />[[είδος]] φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό [[γένος]] φυλλόβρυων βρυοφύτων το οποίο ανήκει στην [[τάξη]] βρυώδη και περιλαμβάνει 70-220 δίοικα είδη ανθεκτικών ή πολύ ανθεκτικών μικρών [[φυτών]] ύψους έως 15 εκατοστομέτρων, τα οποία σχηματίζουν τάπητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δασύ</i>-<i>τριχος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτριχος]], -ον, ΝΜΑ, [[πολύθριξ]], -τριχος, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές [[τρίχες]], ο [[δασύτριχος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πολύτριχο]]<br />[[είδος]] φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό [[γένος]] φυλλόβρυων βρυοφύτων το οποίο ανήκει στην [[τάξη]] βρυώδη και περιλαμβάνει 70-220 δίοικα είδη ανθεκτικών ή πολύ ανθεκτικών μικρών [[φυτών]] ύψους έως 15 εκατοστομέτρων, τα οποία σχηματίζουν τάπητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), [[πρβλ]]. [[δασύτριχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτρῐχος Medium diacritics: πολύτριχος Low diacritics: πολύτριχος Capitals: ΠΟΛΥΤΡΙΧΟΣ
Transliteration A: polýtrichos Transliteration B: polytrichos Transliteration C: polytrichos Beta Code: polu/trixos

English (LSJ)

πολύτριχον, (θρίξ)
A very hairy, bushy, πώγων Philonid.10.
II πολύ-τρῐχον, τό, = ἀδίαντον, Dsc.4.134, Sammelb.7350.8 (iii/iv A.D.), Phot. s.h.v., AB343.

German (Pape)

[Seite 675] mit vielen Haaren, Philonid. bei Poll. 2, 24.

Russian (Dvoretsky)

πολύτρῐχος: gen. к πολύθριξ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτρῐχος: -ον, (θρὶξ) ὁ ἔχων πολλὰς τρίχας, δασύς, λάσιος, πώγων Φιλωνίδ. ἐν Ἀδήλ. 5. ΙΙ. πολύτρῐχον, τό, = ἀδίαντον, «ἀδίαντον: φυτὸν παρ’ ὕδασι φυόμενον τὸ καλούμενον πολύτριχον» Φώτ. ἐν λ. ἀδίαντον, Α. Β. 343, 2, Γαλην. τ. 10, σ. 641.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτριχος, -ον, ΝΜΑ, πολύθριξ, -τριχος, ΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, ο δασύτριχος
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύτριχο
είδος φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό γένος φυλλόβρυων βρυοφύτων το οποίο ανήκει στην τάξη βρυώδη και περιλαμβάνει 70-220 δίοικα είδη ανθεκτικών ή πολύ ανθεκτικών μικρών φυτών ύψους έως 15 εκατοστομέτρων, τα οποία σχηματίζουν τάπητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. δασύτριχος].