καταβιβασμός: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katavivasmos | |Transliteration C=katavivasmos | ||
|Beta Code=katabibasmo/s | |Beta Code=katabibasmo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[decrease]], = [[ὑπόβασις]], Procl.''Par.Ptol.''67.<br><span class="bld">II</span> [[throwing]] of the accent [[forward]], Sch.Od.5.248, Eust.1361.39:—also [[καταβίβασις]], εως, ἡ, ''EM''610.24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A decrease, = ὑπόβασις, Procl.Par.Ptol.67.
II throwing of the accent forward, Sch.Od.5.248, Eust.1361.39:—also καταβίβασις, εως, ἡ, EM610.24.
German (Pape)
[Seite 1340] ὁ, das Heruntersteigenlassen, Herunterbringen, -führen, Schol. Od. 5, 248 u. a. Sp. Vom Vorrücken des Accentes, E. M. 422, 21.
Greek (Liddell-Scott)
καταβιβασμός: ὁ, τὸ καταβιβάζειν, Πρόκλ. παράφ. Πτολ. σ. 67. 8. ΙΙ. ἡ καταβίβασις τοῦ τόνου πρὸς τὸ τέλος τῆς λέξεως, Εὐστ. 1361. 39· οὕτω, καταβίβασις, εως, ἡ, «ἄνθος πλεονασμῷ τοῦ ξ ξάνθος καὶ καταβιβάσει τοῦ τόνου ξανθὸς» Ἐτυμ. Μ. 610. 24.
Greek Monolingual
ο (AM καταβιβασμός) καταβιβάζω
1. καταβίβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα, μείωση
2. φρ. γραμμ. «καταβιβασμός τόνου» — το κατέβασμα του τόνου προς το τέλος της λέξεως, προς τη λήγουσα.