νεοπηγής: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neopigis
|Transliteration C=neopigis
|Beta Code=neophgh/s
|Beta Code=neophgh/s
|Definition=ές, [[lately built]] or [[made]], Ῥώμη <span class="title">AP</span>9.808 (Cyrus); [[γυῖα]] Orac. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>4.9</span>:—also νεό-πηκτος, ον, [[fresh-curdled]], τυρός <span class="bibl">Batr.38</span>; [[newly burnt]], κεραμίς <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.206</span>; [[newly built]], θάλαμοι <span class="bibl">Hld.6.11</span>.
|Definition=νεοπηγές, [[lately built]] or made, Ῥώμη ''AP''9.808 (Cyrus); [[γυῖα]] Orac. ap. Eus.''PE''4.9:—also [[νεόπηκτος]], ον, [[fresh-curdled]], τυρός Batr.38; [[newly burnt]], κεραμίς Hp.''Mul.''2.206; [[newly built]], θάλαμοι Hld.6.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεοπηγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κτίστηκε [[πριν]] από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε [[πριν]] από λίγο<br /><b>2.</b> αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>πηγής</i>, <i>καινο</i>-<i>πηγής</i>].
|mltxt=[[νεοπηγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κτίστηκε [[πριν]] από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε [[πριν]] από λίγο<br /><b>2.</b> αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. [[ευπηγής]], [[καινοπηγής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπηγής Medium diacritics: νεοπηγής Low diacritics: νεοπηγής Capitals: ΝΕΟΠΗΓΗΣ
Transliteration A: neopēgḗs Transliteration B: neopēgēs Transliteration C: neopigis Beta Code: neophgh/s

English (LSJ)

νεοπηγές, lately built or made, Ῥώμη AP9.808 (Cyrus); γυῖα Orac. ap. Eus.PE4.9:—also νεόπηκτος, ον, fresh-curdled, τυρός Batr.38; newly burnt, κεραμίς Hp.Mul.2.206; newly built, θάλαμοι Hld.6.11.

German (Pape)

[Seite 243] ές, = νεοπαγής; 'Ρώμη, Cyr. 6 (IX, 808); Coluth. 256 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νεοπαγής.

Russian (Dvoretsky)

νεοπηγής: недавно укрепленный или недавно построенный (Ῥώμη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοπηγής: -ές, ὁ νεωστὶ κτισθείς, ἢ κατασκευασθείς, Ρώμη Ἀνθ. Π. 9. 808· γυῖα Χρησμ. ἐν Εὐσ. Π. Ε. 146D· - οὕτω νεόπηκτος, ον, ὁ νεωστὶ παγείς, στερεοποιηθείς, «πήξας», τυρὸς Βατραχομ. 38· ὁ νεωστὶ ὀπτηθείς, κέραμος Ἱππ. 673. 23.

Greek Monolingual

νεοπηγής, -ές (Α)
1. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε πριν από λίγο
2. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευπηγής, καινοπηγής].

Greek Monotonic

νεοπηγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που έχει χτιστεί ή κατασκευαστεί πρόσφατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεο-πηγής, ές πήγνυμι
lately built or made, Anth.