ἀνασκαλεύω: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(6_6)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaskaleyo
|Transliteration C=anaskaleyo
|Beta Code=a)naskaleu/w
|Beta Code=a)naskaleu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">scrape up</b>, Hsch., <span class="bibl">Zen.1.27</span>:—Med., <b class="b2">clean out</b> the ears, <span class="bibl">Pl.Com.148</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">ransack</b>, τὴν ὅλην οἰκουμένην <span class="title">PMag.Par.</span>1.186.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[scrape up]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Zen.1.27:—Med., [[clean out]] the ears, Pl.Com.148.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[ransack]], τὴν ὅλην οἰκουμένην ''PMag.Par.''1.186.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀνασκᾰλεύω) <b class="num">I</b> [[rascar]], [[raspar]] Hsch., αἲξ τοῖς ποσίν Zen.1.27<br /><b class="num"></b>fig. ἀνασκαλούσης τῆς χάριτος ἐν ἐμοὶ τοὺς γνώσεως ἄνθρακας Nil.M.79.96D<br /><b class="num">•</b>v. med. [[restregarse]] las orejas, Pl.Com.64B.<br /><b class="num">II</b> usos fig.<br /><b class="num">1</b> [[agitar]], [[excitar]] ἀνασκαλεύσαντι τῷ πνεύματι τὸν λογισμόν Eus.Nic.<i>Ep.Paulin</i>.p.15, τῶν προτέρων ἁμαρτημάτων τὴν μνήμην Mac.Aeg.M.34.964C.<br /><b class="num">2</b> [[arrasar]] τὴν ὅλην οἰκουμένην <i>PMag</i>.4.186.<br /><b class="num">3</b> [[descubrir]], [[desvelar]] ἀνασκαλεύειν ἐπιστημόνως τὸ ἐν ἀρχῇ παραδεχθὲν εἰς ὄνησιν Cyr.Al.M.74.169A.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασκᾰλεύω''': ἐκ νέου [[σκαλίζω]], «ἀνασκαλεύοντες, ἀνακινοῦντες ἢ ἐρευνῶντες» Ἡσύχ., Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 27. ΙΙ. [[ἀνακαλύπτω]], [[ἀποκαλύπτω]], Εὐστ. Πονημ. 268. 20, κτλ.: - πρβλ. ἑπόμ.
|lstext='''ἀνασκᾰλεύω''': ἐκ νέου [[σκαλίζω]], «ἀνασκαλεύοντες, ἀνακινοῦντες ἢ ἐρευνῶντες» Ἡσύχ., Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 27. ΙΙ. [[ἀνακαλύπτω]], [[ἀποκαλύπτω]], Εὐστ. Πονημ. 268. 20, κτλ.: - πρβλ. ἑπόμ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[σκαλίζω]] [[πάλι]] [[ελαφρά]], [[σκαλίζω]] με εργαλεία ή με τα χέρια, σγαρλίζω, [[σκάβω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[φωτιά]]) [[υποδαυλίζω]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) [[ανακατώνω]] ζητώντας [[κάτι]], [[προσπαθώ]] να εξιχνιάσω, [[ερευνώ]].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασκᾰλεύω Medium diacritics: ἀνασκαλεύω Low diacritics: ανασκαλεύω Capitals: ΑΝΑΣΚΑΛΕΥΩ
Transliteration A: anaskaleúō Transliteration B: anaskaleuō Transliteration C: anaskaleyo Beta Code: a)naskaleu/w

English (LSJ)

A scrape up, Hsch., Zen.1.27:—Med., clean out the ears, Pl.Com.148.
II metaph., ransack, τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.Par.1.186.

Spanish (DGE)

(ἀνασκᾰλεύω) I rascar, raspar Hsch., αἲξ τοῖς ποσίν Zen.1.27
fig. ἀνασκαλούσης τῆς χάριτος ἐν ἐμοὶ τοὺς γνώσεως ἄνθρακας Nil.M.79.96D
v. med. restregarse las orejas, Pl.Com.64B.
II usos fig.
1 agitar, excitar ἀνασκαλεύσαντι τῷ πνεύματι τὸν λογισμόν Eus.Nic.Ep.Paulin.p.15, τῶν προτέρων ἁμαρτημάτων τὴν μνήμην Mac.Aeg.M.34.964C.
2 arrasar τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.4.186.
3 descubrir, desvelar ἀνασκαλεύειν ἐπιστημόνως τὸ ἐν ἀρχῇ παραδεχθὲν εἰς ὄνησιν Cyr.Al.M.74.169A.

German (Pape)

[Seite 207] aufscharren, hervorsuchen, ausforschen. Sp., B. A. 392 ἀνακινέω, ἀναλογίζομαι. Bei Poll. 2, 83 in Plat. com. von Mein. für ἀνασκἀλλεται hergestellt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασκᾰλεύω: ἐκ νέου σκαλίζω, «ἀνασκαλεύοντες, ἀνακινοῦντες ἢ ἐρευνῶντες» Ἡσύχ., Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 27. ΙΙ. ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω, Εὐστ. Πονημ. 268. 20, κτλ.: - πρβλ. ἑπόμ.

Greek Monolingual

1. σκαλίζω πάλι ελαφρά, σκαλίζω με εργαλεία ή με τα χέρια, σγαρλίζω, σκάβω
2. μτφ. (για φωτιά) υποδαυλίζω
3. (για πράγματα) ανακατώνω ζητώντας κάτι, προσπαθώ να εξιχνιάσω, ερευνώ.