ἀνεπίγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anepignostos
|Transliteration C=anepignostos
|Beta Code=a)nepi/gnwstos
|Beta Code=a)nepi/gnwstos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not distinctly known</b>, Herm. ap. Stob.1.41.44; τὸ ἀ. τῆς συμβολῆς <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>12.2.11</span>:—Act., <b class="b2">not knowing distinctly</b>, τινός Simp.<b class="b2">in de An</b>.<span class="bibl">299.37</span>. Adv. -τως <b class="b2">not noticeably</b>, <span class="bibl">Plb.18.18.16</span>.</span>
|Definition=ἀνεπίγνωστον, [[not distinctly known]], Herm. ap. Stob.1.41.44; τὸ ἀ. τῆς συμβολῆς J.''AJ''12.2.11:—Act., [[not knowing distinctly]], τινός Simp.in de An.299.37. Adv. [[ἀνεπίγνώστως]] = [[not noticeably]], Plb.18.18.16.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no conocido]], [[desconocido]] πρὸς ἀνεπίγνωστον εἶναί με para que yo permanezca sin ser conocido</i>, <i>BGU</i> 1816.20 (I a.C.), cf. Herm.23.50<br /><b class="num"></b>del Espíritu Santo ἀ. πάντως ἡ τοῦ Πνεύματος φύσις Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.427.<br /><b class="num">II</b> c. gen.<br /><b class="num">1</b> [[que no conoce]], [[desconocedor de]] ἡ δὲ ἐπιθυμία ... χρόνου οὖσα [[ἀνεπίγνωστος]] Simp.<i>in de An</i>.299.37.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[la imposibilidad de conocer]] τῆς συμβολῆς I.<i>AI</i> 12.90.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως: γίγνεσθαι ἀ. [[no ser discernible]] τὸ [[διάστημα]] Plb.18.18.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] nicht wahrgenommen, unmerklich, Pol. 18, 1, 16 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] nicht wahrgenommen, unmerklich, Pol. 18, 1, 16 u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεπίγνωστος''': -ον, ὁ μὴ σαφῶς γινωσκόμενος, [[μέχρι]] [[πότε]] τῆς ἀνεπιγνώστου ταύτης δεσπόσομεν ἡγεμονίας; [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 968. -Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 18. 1, 16.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεπίγνωστος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να γίνει [[κατανοητός]], που βρίσκεται [[πέρα]] από τις γνωστικές μας ικανότητες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει [[επίγνωση]], [[συναίσθηση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτό που γίνεται [[χωρίς]] [[επίγνωση]], ασυναίσθητα<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν γνωρίζει με [[σαφήνεια]] [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίγνωστος Medium diacritics: ἀνεπίγνωστος Low diacritics: ανεπίγνωστος Capitals: ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: anepígnōstos Transliteration B: anepignōstos Transliteration C: anepignostos Beta Code: a)nepi/gnwstos

English (LSJ)

ἀνεπίγνωστον, not distinctly known, Herm. ap. Stob.1.41.44; τὸ ἀ. τῆς συμβολῆς J.AJ12.2.11:—Act., not knowing distinctly, τινός Simp.in de An.299.37. Adv. ἀνεπίγνώστως = not noticeably, Plb.18.18.16.

Spanish (DGE)

-ον
I no conocido, desconocido πρὸς ἀνεπίγνωστον εἶναί με para que yo permanezca sin ser conocido, BGU 1816.20 (I a.C.), cf. Herm.23.50
del Espíritu Santo ἀ. πάντως ἡ τοῦ Πνεύματος φύσις Gr.Nyss.Eun.1.427.
II c. gen.
1 que no conoce, desconocedor de ἡ δὲ ἐπιθυμία ... χρόνου οὖσα ἀνεπίγνωστος Simp.in de An.299.37.
2 subst. τὸ ἀ. la imposibilidad de conocer τῆς συμβολῆς I.AI 12.90.
III adv. -ως: γίγνεσθαι ἀ. no ser discernible τὸ διάστημα Plb.18.18.16.

German (Pape)

[Seite 224] nicht wahrgenommen, unmerklich, Pol. 18, 1, 16 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίγνωστος: -ον, ὁ μὴ σαφῶς γινωσκόμενος, μέχρι πότε τῆς ἀνεπιγνώστου ταύτης δεσπόσομεν ἡγεμονίας; Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 968. -Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 18. 1, 16.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεπίγνωστος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, που βρίσκεται πέρα από τις γνωστικές μας ικανότητες
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει επίγνωση, συναίσθηση για κάτι
2. αυτό που γίνεται χωρίς επίγνωση, ασυναίσθητα
αρχ.
εκείνος που δεν γνωρίζει με σαφήνεια κάτι.