εὐκατάλλακτος: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efkatallaktos | |Transliteration C=efkatallaktos | ||
|Beta Code=eu)kata/llaktos | |Beta Code=eu)kata/llaktos | ||
|Definition= | |Definition=εὐκατάλλακτον, [[easily appeased]], [[placable]], opp. [[μνησίκακος]], Arist.''Rh.''1381b5, cf. ''Vit.Philonid.''p.3C., [[LXX]] ''3 Ma.''5.13. Adv. εὐκαταλλάκτως<b class="b3">, ἔχειν πρός τινας</b> Sch.[[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1345. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐκατάλλακτον, easily appeased, placable, opp. μνησίκακος, Arist.Rh.1381b5, cf. Vit.Philonid.p.3C., LXX 3 Ma.5.13. Adv. εὐκαταλλάκτως, ἔχειν πρός τινας Sch.S.Aj.1345.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht auszusöhnen, Arist. rhet. 2, 4. – Adv., Schol. Soph. Ai. 1345.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à apaiser.
Étymologie: εὖ, καταλλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
εὐκατάλλακτος: легко примиряющийся, незлопамятный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλατόμενος, καταπραϋνόμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 17. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1344.
Greek Monolingual
εὐκατάλλακτος, -ον (Α)
αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-αλλακτος (< κατ-αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατάλλακτος, δυσκατ-άλλακτος].