μαγαδίζω: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=magadizo | |Transliteration C=magadizo | ||
|Beta Code=magadi/zw | |Beta Code=magadi/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[play]] the [[μάγαδις]], Theophil.7.<br><span class="bld">II</span> of a choir, [[sing]] a [[succession]] of notes in [[octave]]s, μ. ἐν τῇ διὰ πασῶν συμφωνίᾳ Arist.''Pr.'' 921a12, cf. 918b40. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
A play the μάγαδις, Theophil.7.
II of a choir, sing a succession of notes in octaves, μ. ἐν τῇ διὰ πασῶν συμφωνίᾳ Arist.Pr. 921a12, cf. 918b40.
German (Pape)
die μάγαδις spielen, τὸ τῇ μαγάδι διαψάλλειν, Ath. XIV.635a. Bei Arist. Probl. 19.18 = die Oktave angeben, spielen, weil die Saiten der μάγαδις im Tonverhältnis der Oktave zu einander gestimmt waren.
Russian (Dvoretsky)
μᾰγᾰδίζω: муз. играть в интервале октавы Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μαγᾰδίζω: τῇ μαγάδει διαψάλλω (ἴδε μάγαδις), Θεόφιλ. ἐν «Νεοπτολέμῳ» 2· ἴδε μάγαδις.
Greek Monolingual
μαγαδίζω (Α) μάγαδις
1. παίζω το μουσικό όργανο μάγαδις
2. παίζω, συνοδεύω κάποιον, συμψάλλω στον διαπασών τόνο, επειδή οι χορδές της μαγάδιδος ήταν χορδισμένες μεταξύ τους κατά οκτώ τόνους ή κατά μία οκτάβα («μαγαδίζειν ἐν τῇ διαπασῶν συμφωνίᾳ», Αριστοτ.).