δυσκατάπαυστος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dyskatapafstos | |Transliteration C=dyskatapafstos | ||
|Beta Code=duskata/paustos | |Beta Code=duskata/paustos | ||
|Definition= | |Definition=δυσκατάπαυστον, [[hard to check]], ἄλγος A.''Ch.''470 (lyr.); βοή [[LXX]] ''3 Ma.''5.7; of persons, Plu.''Alex.''31; [[restless]], ψυχή E.''Med.''109 (anap.); τὸ δυσκαταπαυστότερον [[Theophrastus]] ''Vent.''35. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσκατάπαυστον, hard to check, ἄλγος A.Ch.470 (lyr.); βοή LXX 3 Ma.5.7; of persons, Plu.Alex.31; restless, ψυχή E.Med.109 (anap.); τὸ δυσκαταπαυστότερον Theophrastus Vent.35.
Spanish (DGE)
(δυσκᾰτάπαυστος) -ον
• Prosodia: [-τᾰ-]
1 difícil de calmar, ἄλγος A.Ch.470 (cód.), βοή LXX 3Ma.5.7, πάθος Sch.Hes.Th.98
•difícil de refrenar o aplacar de pers. y abstr. ψυχή E.Med.109, θυμός Orib.Syn.5.49.5, πρᾶγμα D.25.49, στάσις Plu.2.246c, cf. Alex.31, Adam.1.7, ὀξύθυμοι καὶ δυσκατάπαυστοι de temperamentos, Orib.Syn.5.49.9
•neutr. subst. τὸ δυσκαταπαυστότερον la gran dificultad para calmarse del mar, Thphr.Vent.35.
2 adv. -ως con difícil aplacamiento δ. ἔχουσι πρὸς τὰς κατηγορίας οἱ ὀργιζόμενοι Sch.Er.Il.1.108-109.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu stillen; ἄλγος Aesch. Ch. 470; schwer zu beruhigen, ψυχή Eur. Med. 109; vgl. Plut. Alex. 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à calmer ; agité.
Étymologie: δυσ-, καταπαύω.
Russian (Dvoretsky)
δυσκατάπαυστος: который трудно унять или успокоить (ἄλγος Aesch.; ψυχή Eur.; στάσις Plut.): δ. γεγονώς Plut. сильно возбужденный.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάπαυστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀναχαιτίσῃ τις, ἄλγος Αἰσχύλ. Χο. 470· ἀνήσυχος, ψυχὴ Εὐρ. Μηδ. 109· -τὸ δυσκ. Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 35.
Greek Monolingual
δυσκατάπαυστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται
2. ανήσυχος («δυσκατάπαυστος ψυχή», Ευρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάπαυστον
η ιδιότητα του δυσκατάπαυστου.
Greek Monotonic
δυσκατάπαυστος: -ον (καταπαύω), δύσκολος στο να καμφθεί, να αναχαιτισθεί, απτόητος, ακούραστος, αέναος, συνεχής, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
δυσ-κατάπαυστος, ον καταπαύω
hard to check, restless, Aesch., Eur.