καλλιγύναιξ: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalligynaiks
|Transliteration C=kalligynaiks
|Beta Code=kalligu/naic
|Beta Code=kalligu/naic
|Definition=[ῠ], ὁ, ἡ, gen. αικος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with beautiful women</b>, poet. word, only in obl. cases, <b class="b3">Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ</b>., <span class="bibl">Il.2.683</span>, <span class="bibl">3.75</span>, <span class="bibl">Od.13.412</span>: gen., Sapph.[26]: dat., <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>9.74</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ὁ, ἡ, gen. αικος, [[with beautiful women]], ''poet.'' word, only in obl. cases, <b class="b3">Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ.</b>, Il.2.683, 3.75, Od.13.412: gen., Sapph.[26]: dat., Pi.''P.''9.74.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1309.png Seite 1309]] αικος, im nom. nur E. M., reich an schönen Frauen; Ἑλλάδα καλλιγύναικα Il. 2, 683; Ἀχαιΐδα 3, 75; Σπάρτην Od. 13, 412; καλλιγύναικι πάτρᾳ Pind. P. 9, 77; gen., Sapph. bei Ath. 599 d; sp. D., wie Coluth. 727, im acc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1309.png Seite 1309]] αικος, im nom. nur E. M., reich an schönen Frauen; Ἑλλάδα καλλιγύναικα Il. 2, 683; Ἀχαιΐδα 3, 75; Σπάρτην Od. 13, 412; καλλιγύναικι πάτρᾳ Pind. P. 9, 77; gen., Sapph. bei Ath. 599 d; sp. D., wie Coluth. 727, im acc.
}}
{{bailly
|btext=αικος (ὁ, ἡ)<br />riche en belles femmes (pays).<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[γυνή]].
}}
{{elnl
|elnltext=καλλιγύναιξ -αικος &#91;[[καλός]], [[γυνή]]] alleen dat. -αικι en acc. -αικα, rijk aan mooie vrouwen.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐγύναιξ:''' αικος (ῠ) adj. (nom. не встреч.) изобилующий красавицами ([[Ἑλλάς]], [[Σπάρτη]] Hom.; [[πάτρα]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιγύναιξ''': ῠ, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίας γυναῖκας, ποιητ. λέξ., ἐν χρήσει μόνον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 659)· ὁ Ὅμ. ἔχει Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. ἐν Ἰλ. Β. 683., Γ. 75, Ὀδ. Ν. 412· ἡ Σαπφὼ ἐν 135 ἔχει τὴν γενικὴν καὶ ὁ Πίνδ. ἐν Π. 9. 131 τὴν δοτ. ― Πρβλ. [[ἀγύναιξ]].
|lstext='''καλλιγύναιξ''': ῠ, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίας γυναῖκας, ποιητ. λέξ., ἐν χρήσει μόνον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 659)· ὁ Ὅμ. ἔχει Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. ἐν Ἰλ. Β. 683., Γ. 75, Ὀδ. Ν. 412· ἡ Σαπφὼ ἐν 135 ἔχει τὴν γενικὴν καὶ ὁ Πίνδ. ἐν Π. 9. 131 τὴν δοτ. ― Πρβλ. [[ἀγύναιξ]].
}}
{{bailly
|btext=αικος (ὁ, ἡ)<br />riche en belles femmes (pays).<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[γυνή]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>καλλῐγῠναιξ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[beautiful]] women καλλιγύναικι πάτρᾳ [[Cyrene]] (P. 9.74)
|sltr=<b>καλλῐγῠναιξ</b> of [[beautiful]] women καλλιγύναικι πάτρᾳ [[Cyrene]] (P. 9.74)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλιγύναιξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[τόπος]] που έχει ωραίες γυναίκες («Ἑλλάδα καλλιγύναικα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γύναιξ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>γυναικ</i>- του [[γυνή]], <b>[[πρβλ]].</b> γεν. <i>γυναικ</i>-<i>ός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ημι</i>-<i>γύναιξ</i>, <i>φιλο</i>-<i>γύναιξ</i>.
|mltxt=[[καλλιγύναιξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[τόπος]] που έχει ωραίες γυναίκες («Ἑλλάδα καλλιγύναικα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γύναιξ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>γυναικ</i>- του [[γυνή]], [[πρβλ]]. γεν. <i>γυναικ</i>-<i>ός</i>), [[πρβλ]]. [[ημιγύναιξ]], [[φιλογύναιξ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλιγύναιξ:''' [ῠ], ὁ, ἡ ([[γυνή]]), αυτός που έχει ωραίες γυναίκες, μόνο στις πλάγιες πτώσεις, <i>Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ</i>., <i>Σπάρτην κ</i>., σε Όμηρ.
|lsmtext='''καλλιγύναιξ:''' [ῠ], ὁ, ἡ ([[γυνή]]), αυτός που έχει ωραίες γυναίκες, μόνο στις πλάγιες πτώσεις, <i>Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ</i>., <i>Σπάρτην κ</i>., σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γυνή]]<br />with [[beautiful]] women, only in the obl. cases, Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐγύναιξ Medium diacritics: καλλιγύναιξ Low diacritics: καλλιγύναιξ Capitals: ΚΑΛΛΙΓΥΝΑΙΞ
Transliteration A: kalligýnaix Transliteration B: kalligynaix Transliteration C: kalligynaiks Beta Code: kalligu/naic

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, ἡ, gen. αικος, with beautiful women, poet. word, only in obl. cases, Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ., Il.2.683, 3.75, Od.13.412: gen., Sapph.[26]: dat., Pi.P.9.74.

German (Pape)

[Seite 1309] αικος, im nom. nur E. M., reich an schönen Frauen; Ἑλλάδα καλλιγύναικα Il. 2, 683; Ἀχαιΐδα 3, 75; Σπάρτην Od. 13, 412; καλλιγύναικι πάτρᾳ Pind. P. 9, 77; gen., Sapph. bei Ath. 599 d; sp. D., wie Coluth. 727, im acc.

French (Bailly abrégé)

αικος (ὁ, ἡ)
riche en belles femmes (pays).
Étymologie: καλός, γυνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιγύναιξ -αικος [καλός, γυνή] alleen dat. -αικι en acc. -αικα, rijk aan mooie vrouwen.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐγύναιξ: αικος (ῠ) adj. (nom. не встреч.) изобилующий красавицами (Ἑλλάς, Σπάρτη Hom.; πάτρα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλιγύναιξ: ῠ, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίας γυναῖκας, ποιητ. λέξ., ἐν χρήσει μόνον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 659)· ὁ Ὅμ. ἔχει Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. ἐν Ἰλ. Β. 683., Γ. 75, Ὀδ. Ν. 412· ἡ Σαπφὼ ἐν 135 ἔχει τὴν γενικὴν καὶ ὁ Πίνδ. ἐν Π. 9. 131 τὴν δοτ. ― Πρβλ. ἀγύναιξ.

English (Slater)

καλλῐγῠναιξ of beautiful women καλλιγύναικι πάτρᾳ Cyrene (P. 9.74)

Greek Monolingual

καλλιγύναιξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
τόπος που έχει ωραίες γυναίκες («Ἑλλάδα καλλιγύναικα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γύναιξ (< θ. γυναικ- του γυνή, πρβλ. γεν. γυναικ-ός), πρβλ. ημιγύναιξ, φιλογύναιξ.

Greek Monotonic

καλλιγύναιξ: [ῠ], ὁ, ἡ (γυνή), αυτός που έχει ωραίες γυναίκες, μόνο στις πλάγιες πτώσεις, Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ., σε Όμηρ.

Middle Liddell

γυνή
with beautiful women, only in the obl. cases, Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. Hom.