κοσμητήρ: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kosmitir | |Transliteration C=kosmitir | ||
|Beta Code=kosmhth/r | |Beta Code=kosmhth/r | ||
|Definition= | |Definition=κοσμητῆρος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[κοσμητής]], Epigr. ap. Aeschin.3.185.<br><span class="bld">II</span> at Itanos, title of eponymous magistrate, ''SIG''463.15 (iii B. C.), ''Supp.Epigr.''2.512.22. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
κοσμητῆρος, ὁ,
A = κοσμητής, Epigr. ap. Aeschin.3.185.
II at Itanos, title of eponymous magistrate, SIG463.15 (iii B. C.), Supp.Epigr.2.512.22.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui arrange, dispose ou dirige.
Étymologie: κοσμέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοσμητήρ -ῆρος, ὁ [κοσμητής] aanvoerder.
German (Pape)
ῆρος, ὁ, = κοσμητής, der Ordner; μάχης p. bei Aesch. 3.185; πόληος Maneth. 1.105. Auch Plut. Cim. 7.
Russian (Dvoretsky)
κοσμητήρ: ῆρος ὁ Plut. = κοσμητής.
Greek Monolingual
κοσμητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) κοσμώ
1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός
2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα
3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» — τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο.
Greek Monotonic
κοσμητήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. παρά Αισχίν., σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμητήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ κοσμητής, Ἐπίγραμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 22, Πλουτ. Κίμ. 7.