γονικός: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gonikos
|Transliteration C=gonikos
|Beta Code=goniko/s
|Beta Code=goniko/s
|Definition=ή, όν, (<span class="sense"><span class="bld">A</span> γονή 11.1) [[of the seed]], γ. ἔκκρισις <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>879b28</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[ancestral]], νόμοι Tim.<span class="title">Lex.</span> [[sub verbo|s.v.]] [[πατρονομούμενοι]].</span>
|Definition=γονική, γονικόν,<br><span class="bld">A</span> (γονή 11.1) [[of the seed]], γ. ἔκκρισις Arist.''Pr.''879b28.<br><span class="bld">2</span> [[ancestral]], νόμοι Tim.''Lex.'' [[sub verbo|s.v.]] [[πατρονομούμενοι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> rel. la procreación<br /><b class="num">1</b> [[de los progenitores]], [[ancestral]] μνησθέντα σε τῶν γονικῶν ἡμῶν δικαίων Ps.Callisth.2.19B, οἱ τοῖς γονικοῖς νόμοις χρώμενοι Tim.<i>Lex</i>.s.u. πατρονομούμενοι, πρὸς τὸ παλαιὸν καὶ γονικὸν ἡμῶν [[ἔθος]] <i>SB</i> 6704.14 (VI d.C.)<br /><b class="num"></b>astrol. [[de la procreación]] τῶν ἀνατολῶν τῶν ζῳδίων ἐφ' ὧν τυγχάνουσιν οἱ γονικοὶ τόποι Heph.Astr.2.4.18.<br /><b class="num">2</b> [[seminal]] γ. [[ἔκκρισις]] eyaculación</i> Arist.<i>Pr</i>.879<sup>b</sup>28.<br /><b class="num">II</b> rel. sus consecuencias jur. [[recibido en herencia]], [[heredado]], [[paterno]] οἰκόπεδα <i>PPar</i>.20.31 (VI d.C.), γονικὰ πράγματα bienes por herencia de los padres</i>, <i>POxy</i>.2418.4 (V/VI d.C.), <i>PMasp</i>.151.179 (VI d.C.), γ. ἔπαυλις <i>PMasp</i>.109.22 (VI d.C.), ἔχομεν ἐκ γονικῆς διαδοχῆς <i>PFlor</i>.294.73 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ γονικά [[propiedad hereditaria]], <i>A.Thom.A</i> 61.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0501.png Seite 501]] 1) zur Zeugung gehörig, [[ἔκκρισις]] Arist. probl. 4, 26, Saamenausleerung. – 2) die Eltern betreffend, väterlich, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0501.png Seite 501]] 1) zur Zeugung gehörig, [[ἔκκρισις]] Arist. probl. 4, 26, Saamenausleerung. – 2) die Eltern betreffend, väterlich, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''γονικός:''' [[семенной]] ([[ἔκκρισις]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γονικός''': -ή, -όν, ([[γονή]] ΙΙ) τῆς σπορᾶς, τοῦ σπέρματος, γ. [[ἔκκρισις]] Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 6. 2) [[προγονικός]], Βυζ.
|lstext='''γονικός''': -ή, -όν, ([[γονή]] ΙΙ) τῆς σπορᾶς, τοῦ σπέρματος, γ. [[ἔκκρισις]] Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 6. 2) [[προγονικός]], Βυζ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> rel. la procreación<br /><b class="num">1</b> [[de los progenitores]], [[ancestral]] μνησθέντα σε τῶν γονικῶν ἡμῶν δικαίων Ps.Callisth.2.19B, οἱ τοῖς γονικοῖς νόμοις χρώμενοι Tim.<i>Lex</i>.s.u. πατρονομούμενοι, πρὸς τὸ παλαιὸν καὶ γονικὸν ἡμῶν [[ἔθος]] <i>SB</i> 6704.14 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>astrol. [[de la procreación]] τῶν ἀνατολῶν τῶν ζῳδίων ἐφ' ὧν τυγχάνουσιν οἱ γονικοὶ τόποι Heph.Astr.2.4.18.<br /><b class="num">2</b> [[seminal]] γ. [[ἔκκρισις]] eyaculación</i> Arist.<i>Pr</i>.879<sup>b</sup>28.<br /><b class="num">II</b> rel. sus consecuencias jur. [[recibido en herencia]], [[heredado]], [[paterno]] οἰκόπεδα <i>PPar</i>.20.31 (VI d.C.), γονικὰ πράγματα bienes por herencia de los padres</i>, <i>POxy</i>.2418.4 (V/VI d.C.), <i>PMasp</i>.151.179 (VI d.C.), γ. ἔπαυλις <i>PMasp</i>.109.22 (VI d.C.), ἔχομεν ἐκ γονικῆς διαδοχῆς <i>PFlor</i>.294.73 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ γονικά [[propiedad hereditaria]], <i>A.Thom.A</i> 61.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή και -ιά, -ό (AM [[γονικός]], -ή, -όν) [[γόνος]]<br />Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[γονή]], στο [[σπέρμα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[κληρονομικός]]<br />II. (το ουδ. στον ενικό ως ουσ.) <b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το πατρικό [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> η πατρική [[περιουσία]]<br />III. (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) (μσν.- νεοελλ.)<br /><b>1.</b> οι γονείς<br /><b>2.</b> η [[οικογένεια]], οι συγγενείς<br /><b>3.</b> η οικογενειακή [[καταγωγή]]<br /><b>4.</b> οι πρόγονοι.
|mltxt=-ή και -ιά, -ό (AM [[γονικός]], -ή, -όν) [[γόνος]]<br />Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[γονή]], στο [[σπέρμα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[κληρονομικός]]<br />II. (το ουδ. στον ενικό ως ουσ.) <b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το πατρικό [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> η πατρική [[περιουσία]]<br />III. (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) (μσν.- νεοελλ.)<br /><b>1.</b> οι γονείς<br /><b>2.</b> η [[οικογένεια]], οι συγγενείς<br /><b>3.</b> η οικογενειακή [[καταγωγή]]<br /><b>4.</b> οι πρόγονοι.
}}
{{elru
|elrutext='''γονικός:''' семенной ([[ἔκκρισις]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονικός Medium diacritics: γονικός Low diacritics: γονικός Capitals: ΓΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: gonikós Transliteration B: gonikos Transliteration C: gonikos Beta Code: goniko/s

English (LSJ)

γονική, γονικόν,
A (γονή 11.1) of the seed, γ. ἔκκρισις Arist.Pr.879b28.
2 ancestral, νόμοι Tim.Lex. s.v. πατρονομούμενοι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I rel. la procreación
1 de los progenitores, ancestral μνησθέντα σε τῶν γονικῶν ἡμῶν δικαίων Ps.Callisth.2.19B, οἱ τοῖς γονικοῖς νόμοις χρώμενοι Tim.Lex.s.u. πατρονομούμενοι, πρὸς τὸ παλαιὸν καὶ γονικὸν ἡμῶν ἔθος SB 6704.14 (VI d.C.)
astrol. de la procreación τῶν ἀνατολῶν τῶν ζῳδίων ἐφ' ὧν τυγχάνουσιν οἱ γονικοὶ τόποι Heph.Astr.2.4.18.
2 seminal γ. ἔκκρισις eyaculación Arist.Pr.879b28.
II rel. sus consecuencias jur. recibido en herencia, heredado, paterno οἰκόπεδα PPar.20.31 (VI d.C.), γονικὰ πράγματα bienes por herencia de los padres, POxy.2418.4 (V/VI d.C.), PMasp.151.179 (VI d.C.), γ. ἔπαυλις PMasp.109.22 (VI d.C.), ἔχομεν ἐκ γονικῆς διαδοχῆς PFlor.294.73 (VI d.C.)
subst. τὰ γονικά propiedad hereditaria, A.Thom.A 61.

German (Pape)

[Seite 501] 1) zur Zeugung gehörig, ἔκκρισις Arist. probl. 4, 26, Saamenausleerung. – 2) die Eltern betreffend, väterlich, Sp.

Russian (Dvoretsky)

γονικός: семенной (ἔκκρισις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γονικός: -ή, -όν, (γονή ΙΙ) τῆς σπορᾶς, τοῦ σπέρματος, γ. ἔκκρισις Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 6. 2) προγονικός, Βυζ.

Greek Monolingual

-ή και -ιά, -ό (AM γονικός, -ή, -όν) γόνος
Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γονή, στο σπέρμα
μσν.- νεοελλ.
ο κληρονομικός
II. (το ουδ. στον ενικό ως ουσ.) μσν.-νεοελλ.
1. το πατρικό σπίτι
2. η πατρική περιουσία
III. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) (μσν.- νεοελλ.)
1. οι γονείς
2. η οικογένεια, οι συγγενείς
3. η οικογενειακή καταγωγή
4. οι πρόγονοι.