ὑπολογισμός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypologismos
|Transliteration C=ypologismos
|Beta Code=u(pologismo/s
|Beta Code=u(pologismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">consideration, reason</b>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.173</span> (pl.); <b class="b3">πονηροὺς ὑ. κατὰ μικρὸν ἐλάμβανον</b> <b class="b2">became</b> gradually <b class="b2">demoralized</b>, <span class="bibl">D.H.15.3</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[consideration]], [[reason]], [[taking into account]], Chrysipp.Stoic.3.173 (pl.); <b class="b3">πονηροὺς ὑπολογισμοὺς κατὰ μικρὸν ἐλάμβανον</b> became [[gradually]] [[demoralise|demoralized]], D.H.15.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1224.png Seite 1224]] = Folgdm, Ios. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1224.png Seite 1224]] = Folgdm, Ios. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[action de prendre qch en considération]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολογίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπολογισμός:''' ὁ [[расчет]], [[соображение]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπολογισμός''': ὁ, = [[ὑπόλογος]], Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 1043D, Διον. Ἁλ. ἐν Müller Fr. Hist. 2, σ. xxxvii.
|lstext='''ὑπολογισμός''': ὁ, = [[ὑπόλογος]], Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 1043D, Διον. Ἁλ. ἐν Müller Fr. Hist. 2, σ. xxxvii.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de prendre qch en considération.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολογίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑπολογισμός]], ΝΑ [[ὑπολογίζομαι]]<br /><b>μτφ.</b> το να λαμβάνει [[κανείς]] [[κάτι]] [[σοβαρά]] υπ' όψιν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λογαριασμός]] («[[υπολογισμός]] τών εσόδων»)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[πράξη]] που εκτελείται με σκοπό την [[εύρεση]] αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> υστερόβουλη [[σκέψη]] («το μόνο που καθοδηγεί τις πράξεις του [[είναι]] ο [[στυγνός]] [[υπολογισμός]]»).
|mltxt=ο / [[ὑπολογισμός]], ΝΑ [[ὑπολογίζομαι]]<br /><b>μτφ.</b> το να λαμβάνει [[κανείς]] [[κάτι]] [[σοβαρά]] υπ' όψιν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λογαριασμός]] («[[υπολογισμός]] τών εσόδων»)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[πράξη]] που εκτελείται με σκοπό την [[εύρεση]] αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> υστερόβουλη [[σκέψη]] («το μόνο που καθοδηγεί τις πράξεις του [[είναι]] ο [[στυγνός]] [[υπολογισμός]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπολογισμός:''' ὁ расчет, соображение Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολογισμός Medium diacritics: ὑπολογισμός Low diacritics: υπολογισμός Capitals: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hypologismós Transliteration B: hypologismos Transliteration C: ypologismos Beta Code: u(pologismo/s

English (LSJ)

ὁ, consideration, reason, taking into account, Chrysipp.Stoic.3.173 (pl.); πονηροὺς ὑπολογισμοὺς κατὰ μικρὸν ἐλάμβανον became gradually demoralized, D.H.15.3.

German (Pape)

[Seite 1224] = Folgdm, Ios. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de prendre qch en considération.
Étymologie: ὑπολογίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπολογισμός:расчет, соображение Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολογισμός: ὁ, = ὑπόλογος, Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 1043D, Διον. Ἁλ. ἐν Müller Fr. Hist. 2, σ. xxxvii.

Greek Monolingual

ο / ὑπολογισμός, ΝΑ ὑπολογίζομαι
μτφ. το να λαμβάνει κανείς κάτι σοβαρά υπ' όψιν
νεοελλ.
1. λογαριασμόςυπολογισμός τών εσόδων»)
2. μαθημ. πράξη που εκτελείται με σκοπό την εύρεση αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών
3. μτφ. υστερόβουλη σκέψη («το μόνο που καθοδηγεί τις πράξεις του είναι ο στυγνός υπολογισμός»).